-
1 χορδαί
χορδήguts: fem nom /voc pl -
2 παρα-νευρίζομαι
παρα-νευρίζομαι, nur Arist. H. A. 7, 1, παρανενευρισμέναι χορδαί, Darmsaiten mit rauhen Fasern, die gleichsam Nebensaiten haben und wie geborstene Töpfe dumpf, σαϑρόν tönen, einen schnarrenden Ton geben, im Ggstz der ganz glatten Saiten, welche den reinsten Ton geben.
-
3 σύμ-φωνος
σύμ-φωνος, zusammentönend, -klingend, χορδαί, H. h. Merc. 51; gew. übertr., übereinstimmend, einträchtig, einig, δᾶμον τράποι σύμφωνον ἐφ' ἁσυχίαν, Pind. P. 1, 70; Soph. O. R. 421 O. C. 625; τὸν βίον σύμφωνον τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα, Plat. Lach. 188 d; Legg. III, 696 c; καὶ ὅσα τοῠ γένους ἐστὶ τούτου σύμφωνα, Phil. 11 b, u. öfter, auch adv., συμφώνως διὰ λόγων πάντων, Epin. 974 c; συμφώνους γενέσϑαι περὶ τῶν ἀντιλεγομένων, Pol. 17, 9, 5; vgl. noch ὁμολογούμενον καὶ σύμφωνον ἑαυτὸν κατασκευάσας κατὰ τὸν βίον, 32, 11, 8; das neutr. = συμφωνία, σύμφωνόν ἐστι τούτοις πρὸς ἐκείνους, 6, 36, 5, vgl. 24, 4, 8; ὅροι, D. Sic. 5, 6. – In der Musik sind τὰ σύμφωνα die Consonanzen. S. συμφωνία.
-
4 χορδή
χορδή, ἡ, der D arm, die Darmsaite; Od. 21, 407; h. Merc. 51; Αἰολίδες Pind. P. 2, 69; auch die Darmsehne am Bogen, Batrach. 225; ὑπ' ἄντογι χορδᾶν Eur. Hipp. 1135; ἐπιστάμενος ὡς οἷὁντε όξυτάτην καὶ βαρυτάτην χορδὴν ποιεῖν Plat. Phaedr. 268 d; ἡ λύρα καὶ αἱ χορδαί Phaed. 86 a, u. öfter. – Auch die Wurst, Ar. Ach. 1084 Nub. 454; Sophil. bei Ath. 125 e, vgl. 94 c.
-
5 κατα-χορδεύω
κατα-χορδεύω, zerschneiden, zerhacken, eigtl. zu Wurstfleisch hacken, von χορδαί, die Därme; τὴν γαστέρα Her. 6, 75, u. danach Sp., wie Longin. de sublim. 31, 2. S. das Folgde.
-
6 θνητο-ειδής
θνητο-ειδής, ές, nach der Art der Sterblichen, sterblich, χορδαί Plat. Phaed. 86 a; Plut.
-
7 ἀρτιο-παγεῖς
ἀρτιο-παγεῖς, χορδαί Nicomach. de mus. p. 22, in gerader Zahl zusammengefügt, ἐν γὰρ χορδαῖς ἀρτιοπαγέσιν ἀδύνατον μέσην μίαν εἶναι.
-
8 ὁμό-ϋλος
-
9 ἰσό-κωλος
-
10 αντιφωνος
-
11 διαρρηγνυμι
(fut. διαρρήξω)1) разрывать, прорывать(πλευρὰν φασγάνῳ Soph.; τὰς χορδάς Plat.; τέν γαστέρα τῆς μητρός Arst.; med. in tmesi ἐπάλξεις Hom.)
2) разрываться, лопаться(διερρωγυῖαι χορδαί Plat.; ἀράχνιον διερρωγός Arst.; διερρωγὼς χιτών Plut.; перен. δ. ὑπὸ φθόνου Luc.)
οὐδ΄ ἂν σὺ διαρραγῇς ψευδόμενος! Dem. — хоть ты разорвись от своей лжи!;διαρραγείης! Arph. — чтоб ты лопнул! -
12 θνητοειδης
-
13 ξυμφωνος
21) созвучный, стройно звучащий(χορδαί HH.)
2) звучащий в ответ, откликающийсяτῆς βοῆς σ. λιμήν Soph. — гавань, отзывающаяся эхом на крик
3) стройный, пропорциональный, размеренный, гармоничный(ἀριθμοί Plat.; φοραί Arst.)
4) согласующийся, соответствующийβίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Plat. — жизнь, в которой слова соответствуют делам
5) согласный, дружный, единодушный(δεξιώματα Soph.)
6) достигнутый (взаимным) соглашением, согласованный(ὅροι Diod.)
7) последовательныйὃ ἐὰν συσταίη αἰσθάνεσθαι τὰ φυτά, σύμφωνον ἔσται Arst. — если он (т.е. Платон) станет утверждать, что растения чувствуют, это будет (с его точки зрения) последовательно
-
14 παρανευριζομαι
-
15 συμφωνος
21) созвучный, стройно звучащий(χορδαί HH.)
2) звучащий в ответ, откликающийсяτῆς βοῆς σ. λιμήν Soph. — гавань, отзывающаяся эхом на крик
3) стройный, пропорциональный, размеренный, гармоничный(ἀριθμοί Plat.; φοραί Arst.)
4) согласующийся, соответствующийβίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Plat. — жизнь, в которой слова соответствуют делам
5) согласный, дружный, единодушный(δεξιώματα Soph.)
6) достигнутый (взаимным) соглашением, согласованный(ὅροι Diod.)
7) последовательныйὃ ἐὰν συσταίη αἰσθάνεσθαι τὰ φυτά, σύμφωνον ἔσται Arst. — если он (т.е. Платон) станет утверждать, что растения чувствуют, это будет (с его точки зрения) последовательно
-
16 χορδά
-
17 καταστρέφω
Aστρᾰφήσομαι D.C.42.42
: [tense] pf. imper.κατεστρέφθω Epicur.
(v. infr.): [tense] plpf. [ per.] 3sg. - έστραπτο Hdn. (v. infr.); [ per.] 3pl. - εστράφατο D.C.39.5:— turn down, trample on,ποσσί h.Ap.73
; turn the soil, X.Oec.17.10; κάνθαρον κ. turn it upside down, so as to drain it, Alex.115, cf. Sotad. Com.1.33, LXX 4 Ki.21.13;κατεστραμμένῳ τῷ ὀστράκῳ Arist.HA 622b8
.II upset, overturn,τὴν πόλιν κ. Ar.Eq. 274
;τὰς εἰκόνας D.L.5.82
; ruin, undo,βίον καὶ τέκνα καὶ πόλεις Plb.23.11.2
; τινα AP 11.163 (Lucill.):—[voice] Pass.,τὰ προάστεια κατέστραπτο Hdn.8.4.8
.2 [voice] Med., subject to oneself, subdue,πολέμῳ Hdt.1.64
, cf. 71, al., Th.3.13, D.18.244, etc.; ; τοὺς μὲν κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν subdued and made them tributary, Hdt.1.6: c. inf., .3 [voice] Pass., in [tense] aor. and [tense] pf., to be subdued, Id.1.130,68: [tense] plpf., Th.5.29: c.inf., ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι am constrained to hear, A.Ag. 956: [tense] pf. [voice] Pass. also in sense of [voice] Med., Hdt.1.171; , cf. X.HG5.2.38, Isoc.5.21.III of a floating solid, right itself, Archim. Fluit. 2.9 ([voice] Pass.).b intr., return,εἰς ταὐτόν Arist.Pr. 921a26
, cf. Mech. 856b17.IV turn round, direct, [ καταπάλτην] train it on the enemy, Ph.Bel.82.14; esp. towards an end, ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν; A.Pers. 787;οὕτω κατέστρεψεν ἡ τύχη ταῦτα, ὥστ' ἐναντία γενέσθαι τοῖς προσδοκωμένοις Din.1.32
; κατέστρεψεν εἰς φιλανθρωπίαν τοὺς λόγους guided the conversations to a friendly end, Aeschin.2.39: hence, bring to an end, κ. τὴν βίβλον, τὸν λόγον, Plb.3.118.10, 22.9.4 ([voice] Pass.,ταῦτα μὲν αὐτοῦ κατεστρέφθω Epicur.Nat.14.6
); esp. κ. τὸν βίον Cebes 10, Ael.NA13.21, Plu.Thes.19,etc.;ὑπὸ τῶν πολεμίων Id.Comp.Sol.Publ.1
: abs., come to an end, close, Plb.4.2.1;τοῦ ἐνιαυτοῦ -στρέφοντος Plu.Caes.51
; esp. end life, die, Epicur.Ep.3p.61U., Plu.Them.31, Arr.An.7.3.1, Hdn.5.8.10; κ. εἰς ἀπώλειαν end in.., Alciphr.3.70;τοὺς λόγους ἐπὶ τὰ πράγματα -στρέφειν οἰόμενος Plu. Phil.4
; ἡ ἡμέρα κ. εἰς ὥραν δεκάτην inclines towards.., Id.Sull. 29.2 Rhet., metaph., λέξις κατεστραμμένη periodic style, opp. εἰρομένη, Arist.Rh. 1409a26, cf. Demetr.Eloc.12,21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστρέφω
-
18 κινέω
Aκίνησα Il.23.730
, etc.:—[voice] Med. and [voice] Pass., [tense] fut. κινήσομαι (in pass. sense) Pl.Tht. 182c, D.9.51, - ηθήσομαι Ar.Ra. 796, Pl.R. 545d, etc.: [tense] aor. [voice] Med. ([dialect] Ep.)κινήσαντο Opp.C.2.582
: [tense] aor. [voice] Pass. ἐκινήθην, [dialect] Ep.[ per.] 3pl.ἐκίνηθεν Il.16.280
: (cf. κίω):— set in motion, ἄγε κινήσας, of Hermesleading the souls, Od.24.5; simply, move, ;κ. θύρην 22.394
;κ. κάρη Il.17.442
, etc.;Ζέφυρος κ. λήϊον 2.147
;κ. ὄμμα S.Ph. 866
;ναῦς ἐκίνησεν πόδα E.Hec. 940
(lyr.), etc.; σκληρὰ ἡ γῆ ἔσταικινεῖν, i.e. plough, X.Oec.16.11; κ. δόρυ, of a warrior about to attack, E.Andr. 607;κ. στρατιάν Id.Rh.18
(anap.);κ. ὅπλα Th.1.82
; κ. σκάφην rock a cradle, Phylarch.36 J.b in later Gr., set in motion a process of law, etc., PKlein.Form.405, etc.2 remove a thing from its place,ἀνδριάντα Hdt.1.183
; ; κ. τι τῶν ἀκινήτων meddle with things sacred, Hdt.6.134, cf. S. Ant. 1061, Th.4.98; κ. τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι apply them to an alien purpose, Id.2.24;κ. τῶν χρημάτων Id.1.143
, 6.70;κ. τὸ στρατόπεδον X.An.6.4.27
, etc. ( κινεῖν alone, Plb.2.54.2, cf. LXX Ge.20.1, Plu. Dio 27); change, innovate,νόμαια Hdt.3.80
;τοὺς πατρίους νόμους Arist. Pol. 1268b28
;τῶν κειμένων νόμων Zaleuc.
ap. Stob.4.2.19:—[voice] Pass.,νόμιμα κινούμενα Pl.Lg. 797b
;ἰατρικὴ κινηθεῖσα παρὰ τὰ πάτρια Arist. Pol. 1268b35
: so abs. in [voice] Act., change treatment, ib. 1286a13.3 Gramm., inflect,τὰ ῥήματα ἐκίνει τὸ τέλος A.D.Pron.104.15
:—more usu. in [voice] Pass., κατὰ τὸ τέλος κινεῖσθαι ib.104.10.II disturb, of a wasps'nest,τοὺς δ' εἴ πέρ τις.. κινήσῃ ἀέκων Il.16.264
; arouse,κ. τινὰ ἐξ ὕπνου E.Ba. 690
; urge on,φόβος κ. τινά A.Ch. 289
; φυγάδα πρόδρομον κινήσασα having driven him in headlong flight, S.Ant. 109 (lyr.); κ. ἐπιρρόθοις κακοῖσιν attack, assail, ib. 413;μήτηρ κ. κραδίαν, κ. δὲ χόλον E.Med.99
(anap.);ἐάν με κινῇς καὶ ποιήσῃς τὴν χολὴν.. ζέσαι Anaxipp.2
; κ. τινά incite or stir one up to speak, Pl.R. 329e, Ly. 223a, X.Mem.4.2.2; κ. τὰ πολλὰ καὶ ἄτοπα stir up.. questions, Pl.Tht. 163a; call in question an assumption,τὰ μέγιστα κ. τῶν μαθηματικῶν Arist.Cael. 271b11
, cf. Phld.Sign.27;κ. τὸ τὰ ἄκρα.. ἀνταίρειν Str.2.1.12
, cf. Plot.2.1.6;ὁ κινῶν [τὰ φαινόμενα] λόγος S.E.M.8.360
:—[voice] Pass., S.OC 1526; κινεῖται γὰρ εὐθύς μοι χολή my bile is stirred, Pherecr.69.5;κεκινῆσθαι πρός τι X.Oec.8.1
.2 set going, cause, call forth,φθέγματα S.El.18
;πατρὸς στόμα Id.OC 1276
; ;λόγον περί τινος Pl.R. 450a
;πάντα κ. λόγον Id.Phlb. 15e
;κ. ὀδύνην S.Tr. 974
(anap.); ;πάθος Phld. Mus.p.4
K.; πόλεμον, πολέμους, Th.6.34, Pl.R. 566e;Ἐμπεδοκλέα.. πρῶτον ῥητορικὴν κεκινηκέναι Arist.Fr.65
.3 Medic., κ. οὔρησιν, οὖρα, Dsc.2.109, 127; κοιλίαν ib.6.4 sens. obsc.,κ. γυναῖκα Eup.233.3
(nisileg. ἐβίνουν), cf.Ar.Ach. 1052 (v.l.), Eq. 364, Nu. 1103 (lyr., [voice] Pass.), al., AP11.7 ([place name] Nicander);κ. τὰ σκέλεα Herod.5.2
.5 phrases: κ. πᾶν χρῆμα turn every stone, try every way, Hdt.5.96; μὴ κ. εὖ κείμενον 'let sleeping dogs lie', Pl.Phlb. 15c; μὴ κίνει Καμάριναν, ἀκίνητος γὰρ ἀμείνων Orac. ap. St.Byz.; κινεῦντα μηδὲ κάρφος 'not stirring a finger', Herod.3.67, cf. 1.55;μηδ' ὀδόντα κινῆσαι Id.3.49
; κ. τὸν ἀπ' ἴρας πύματον λίθον 'play the last card', Alc.82 (s.v.l.).B [voice] Pass., to be put in motion, go, Il.1.47; <κι>νηθεὶς ἐπῄει dub. in Pi.Fr. 101: generally, to be moved, stir, κινήθη ἀγορή, ἐκίνηθεν φάλαγγες, Il.2.144, 16.280; of an earthquake,Δῆλος ἐκινήθη Hdt.6.98
, Th.2.8;θύελλα κινηθεῖσα S.OC 1660
; τί κεκίνηται; what motion is this? E.Andr. 1226 (anap.); κινεῖσθαι, opp. ἑστάναι, motion, opp. rest, Pl. Sph. 250b, etc.; ὥσπερ χορδαὶ ἐν λύρᾳ συμπαθῶς κινηθεῖσαι vibrating in unison, Plot.4.4.8.2 of persons, to be moved, stirred, ὁ κεκινημένος one who is agitated, excited, Pl.Phdr. 245b, cf. Vett.Val.45.25, al.;κ. παθητικῶς Phld.Rh.1.193
S.3 of dancing,κ. τῷ σώματι Pl.Lg. 656a
.4 move forward, of soldiers, S.OC 1371, E.Rh. 139, Ph. 107; but κ. ἐκ τῆς τάξεως leave the ranks, X.HG2.1.22.6 κεκινημένος περί τι, Lat. versatus in.., Pl.Lg. 908d. -
19 παρανευρίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρανευρίζομαι
-
20 σύμφωνος
σύμφων-ος, ον,A agreeing in sound, harmonious, Ar.Av. 221 (anap.), 659 (anap.);Χορδαί h.Merc. 51
;μέλος S.Ichn.319
; echoing to cries, Id.OT 421; of a musical accompanist, AP9.584.2 as musical term, in concord or unison with, Pl.Ti. 80a, Lg. 812d;σ. φθόγγοι Thphr.Fr.89.7
; distd. from ἀντίφωνος and ὁμόφωνος, Arist.Pr. 918b30, 921a7; distd. (as epith. of fifths, fourths, etc.) from ὁμόφωνος (of octaves, double octaves, etc.) and ἐμμελής (of smaller intervals), Ptol.Harm.1.7; τὸ σ., = συμφωνία, Pl.Phlb. 56a.3 τὰ ς. consonants, D.T.631.12, A.D. Pron.11.2, al., Heph.1.1, etc.II metaph., harmonious, in harmony or proportion,τίνες σ. ἀριθμοί, καὶ τίνες οὔ Pl.R. 531c
;σ. φοραί Arist. de An. 406b31
;ὁ βίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Pl.La. 188d
; of a person,σ. ἑαυτὸν κατασκευάσαι κατὰ τὸν βίον Plb.31.25.8
; τὸ ς. harmonious order, Arist.Mu. 396b8.2 harmonious, agreeing, friendly,ἡσυχία Pi.P.1.70
; ; σ. τινί in harmony or agreement with,σ. αὐτὰ αὑτοῖς Pl.R. 380c
;σύμφωνα οἷς ἔλεγες Id.Grg. 457e
;σ. τῷ ὀνόματι Id.Cra. 395e
, cf. 436c, Gal.16.790 ([comp] Comp.);ἡδοναὶ.. σ. τοῖς ὀρθοῖς λόγοις Pl.Lg. 696c
, cf. Thphr.CP6.11.14; esp. concordant, of theory with observed fact, Id.Ign.61;σ. τοῖς φαινομένοις Epicur. Ep.2p.52U.
,Nat.11.10 ([comp] Comp.), al. (and so Adv., - νως τοῖς φ. Id.Ep.2p.36U.); rarely with πρός, as πρὸς ἀρετήν, Pl.Ep. 332d;σταθμοῖς καὶ μέτροις συμφώνοις ποτὶ τὰ δαμόσια IG5(1).1390.100
(Andania, i B.C.): c. gen.,ὅσα τοῦ γένους ἐστὶ τούτου σύμφωνα Pl.Phlb. 11b
; ἐγένετο πᾶσι σύμφωνον περί τινος they were agreed, Plb.23.4.8; σ. ἐστί τινι πρός τινα Id.6.36.5: rarely of persons,σ. γενέσθαι περι τινων Id.18.9.5
;σ. εἶναί τισι Id.30.8.7
; of planets, in harmony, Vett. Val.37.25. Adv. , D.S.15.18, Herod.Med. in Rh.Mus.49.555, 58.86; τινι D.S.1.98, cf. LXX 4 Ma.14.6;σ. ἔχειν τινί Ptol.Geog.1.17.2
.3 [voice] Pass., agreed upon,σ. ὅροι D.S.5.6
;σύμφωνον καὶ ὁμόλογον ταῖς πόλεσιν ὑπὲρ τῆς πανηγύρεως OGI444.1
(Ilium, i B.C.);ἐκ συμφώνου BGU917.8
(iv A.D.), Cod.Just.8.10.12; ([place name] Lycia).III σύμφωνος, ἡ, = συμφωνιακή 11, Aret.CD2.5; name of a cough-mixture used by Antonius Musa, Gal.13.61.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμφωνος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χορδαί — χορδή guts fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντέρινος — η, ο (Α ἐντέρινος, η, ον) κατασκευασμένος από έντερα («αἱ χορδαὶ ἐντέριναι ἦσαν») … Dictionary of Greek
καταστρέφω — (AM καταστρέφω) φθείρω, αφανίζω, εξολοθρεύω, επιφέρω παντελή φθορά νεοελλ. 1. φθείρω ηθικά, διαφθείρω, χαλώ 2. διακορεύω παρθένο 3. μέσ. καταστρέφομαι χάνω την περιουσία μου, χρεωκοπώ αρχ. 1. στρέφω το άνω μέρος προς τα κάτω, ανατρέπω,… … Dictionary of Greek
σφίδες — Α (κατά τον Ησύχ.) «χορδαὶ μαγειρικαί». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σφίδες και σφίδη συνδέονται με το λατ. fides, is «χορδή» και αποτελούν πιθ. παράλληλα δάνεια από γλώσσα μη ινδοευρωπαϊκή] … Dictionary of Greek
υπερυπάτη — ἡ, Α 1. ο χαμηλότερος από την υπάτη μέσος και μεταβλητός, ανάλογα με το γένος, φθόγγος 2. στον πληθ. αἱ ὑπερυπάται (ενν. χορδαί) χορδές οξύτερες τής υπάτης, τής πρώτης χορδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὑπάτη «η πρώτη χορδή»] … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek