-
1 оптовый
оптовый χοντρικός· \оптовыйая торговля το χοντρικό εμπόριο; \оптовыйые цены οι τιμές χοντρικής πώλησης* * *опто́вая торго́вля — το χοντρικό εμπόριο
опто́вые це́ны — οι τιμές χοντρικής πώλησης
-
2 грубый
груб||ыйприл1. χοντρός, ἀκατέργασ-ος, κακοφτιαγμένος:\грубыйая одежда τά χοντροκομμένα ροϋχα· \грубыйая пища ἡ βαρειά τροφή· \грубыйая работа ἡ χοντροδουλιά· \грубыйая лесть ἡ χοντρή κολακεία·2. (о человеке, поступке и т. п.) ἀπότομος, ἀγενής, ἀγροΐκος. ἄξεστος:\грубыйое обращение ἡ ἀγενής συμπεριφορά· \грубыйая выходка ἡ ἀναιδής (или ἡ αὐθάδης) πράξη·3. (приблизительный) χοντρικός, γενικός:· \грубый подсчет χοντρικός ὑπολογισμός'4. (неприятный для осязания, восприятия) τραχύς, χοντρός:\грубыйая кожа τό τραχύ δέρμα, ἡ τραχεία ἐπιδερμίδα· \грубый голос ἡ τραχεία φωνἤ ◊ \грубыйая ошибка τό χοντρό λάθος. -
3 валовой
валов||о́йприл эк. ὀλικός, συνολικός, χοντρικός, ἀκαθάριστος:\валовойа́я проду́кция ἡ ὁλική (или συνολική) παραγωγή. -
4 оптовый
[όπταβυϊ] εκ. χοντρικός -
5 оптовый
[όπταβυϊ] επ χοντρικός -
6 гуртовой
επ.κοπαδιάρικος, ποιμενικός•-ая собака τσομπανόσκυλο.
|| (συνήθως για ζώα) χοντρικός•-ая продажа χοντρική πώληση.
|| μτφ. παλ. μαζικός. -
7 огульный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. ο χωρίς διάκριση γινόμενος.2. αβάσιμος• ανεξιχνίαστος•-ое обвинение αβάσιμη κατηγορία.
3. παλ. χοντρικός•-ая торговля χοντρικό εμπόριο.
См. также в других словарях:
χοντρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που δίνεται ή γίνεται σε μεγάλες ποσότητες: Το κατάστημα αυτό είναι χοντρικής πώλησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χονδρικός — (I) ή, ό, Ν [χόνδρος] (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χόνδρους ή εντοπίζεται στους χόνδρους (α. «χονδρικός ιστός» β. «χονδρικές κοιλότητες»). (II) και χοντρικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που δίνεται ή γίνεται κατά μεγάλες ποσότητες (α.… … Dictionary of Greek
χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek