Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χοντρικός

См. также в других словарях:

  • χοντρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που δίνεται ή γίνεται σε μεγάλες ποσότητες: Το κατάστημα αυτό είναι χοντρικής πώλησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χονδρικός — (I) ή, ό, Ν [χόνδρος] (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χόνδρους ή εντοπίζεται στους χόνδρους (α. «χονδρικός ιστός» β. «χονδρικές κοιλότητες»). (II) και χοντρικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που δίνεται ή γίνεται κατά μεγάλες ποσότητες (α.… …   Dictionary of Greek

  • χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»