-
1 χοάνη
-
2 χοανη
-
3 Χοάνη
Χοάνηfunnel: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 χοάνη
A funnel, δίκην δὲ χοάνης (fort. ἀκοῇ δὲ χοάνην)ὦτα διετετρήνατο Ar.Th.18
, cf. Ph.1.245;κύλικας ἀντλεῖν διὰ χώνης Pherecr.108.31
;καταχεῖν ὥσπερ διὰ χώνης Pl.R. 411a
; as a name of the throat, Alex.Aphr.Pr.2.3; as nickname of a great drinker, Ath.10.436e.2 Medic., funnelshaped hollow in the brain, also called ληνός, πύελος, Herophil. ap. Theophil.Corp.Fabr.4.5.5. -
5 χοάνη
η1) воронка (для переливания жидкости); 2) тех тигель -
6 χοάνη
hopperΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χοάνη
-
7 Χοάναι
Χοάνηfunnel: fem nom /voc plΧοάνᾱͅ, Χοάνηfunnel: fem dat sg (doric aeolic) -
8 Χώνη
Χοάνηfunnel: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————Χοάνηfunnel: fem dat sg (attic epic ionic) -
9 Χοάναις
Χοάνηfunnel: fem dat pl -
10 Χώναις
Χοάνηfunnel: fem dat pl -
11 Χοάνην
Χοάνηfunnel: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 Χώνην
Χοάνηfunnel: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 Χοάνης
Χοάνηfunnel: fem gen sg (attic epic ionic) -
14 Χώνης
Χοάνηfunnel: fem gen sg (attic epic ionic) -
15 χωνη
-
16 дейдвуд
(киль) η δευτέρα τρόπιδα των ξύλινων σκαφών, το ακράπι- ное устройство η χοάνη του ελικοφόρου άξονα μαζί με στυ-πειοθλύπτες, δακτύλια στήριξης και συστήματα στεγανοποίησης του άξοναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дейдвуд
-
17 Χώνα
Χώνᾱ, Χοάνηfunnel: fem nom /voc /acc dualΧώνᾱ, Χοάνηfunnel: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
18 Χώνας
Χώνᾱς, Χοάνηfunnel: fem acc plΧώνᾱς, Χοάνηfunnel: fem gen sg (doric aeolic) -
19 труба
-ы, πλθ. трубы θ.1. σωλήνας•водопроводная труба ο υδροσωλήνας•
газопроводная труба σωλήνας αεριοαγωγός ή φωταερίου•
воздухопроводная труба σωλήνας αεραγωγός ή αερισμού•
медная труба χάλκινος σωλήνας•
стальная труба ατσάλινος σωλήνας•
стеклянная труба γυάλινος σωλήνας•
труба телескопа σωλήνας τηλεσκοπίου.
2. τρομπέτα, σάλπιγγα. || χωνί, χοάνη•труба репродуктора η χοάνη του μεγάφωνου.
3. καπνοδόχος, φουγάρο, καμινάδα.4. (ανατ.) σάλπιγγα•еф-стахиева труба ευσταχιανή σάλπιγγα•
фаллопиева, труба ωαγωγός (ή σάλπιγγα) μήτρας.
5. (κυνηγ.) η ουρά της αλεπούς.6. -ойεπίρ. α) κάθετα, κατακόρυφα, β) χωνοειδώς, σαν χωνί.7. καταστροφή, χαμός, τέλος.εκφρ.аэродинамическая труба – αεροδυναμικός σωλήνας•мостовая труба – ο υδροσωλήνας κάτω από την οδό•нетолченая труба – μεγάλος συνωστισμός, πλήθος αδιαπέραστο•пожарная труба – ο πυροσβεστικός σωλήνας•дело труба – (απλ.) η υπόθεση πάει άσχημα•хвост -ой – τόσκάσε, έφυγε•пустить (выпустить) в -у – α) καταστρέφω κάποιον οικονομικά, κάνω να πτωχεύσει, β) κατασπαταλώ, ανεμοσκορπίζω. -
20 χόανος
χόανος, ὁ, später zsgzgn χῶνος, 1) die Vertiefung vor der Röhre des Blasebalgs, in welche das zu schmelzende Metall gelegt wurde, die Schmelzgrube, φῠσαι ἐν χοάνοισιν ἐφύσων Il. 18, 470; vgl. Hes. Th. 863; Sp.; auch der Schmelztiegel, Hes. Th. 863. – 2) die irdene Form, in welche das geschmolzene Metall zu Gußarbeiten gegossen wurde, um es zu formen, der Mantel bei den Erzgießern, βοΐδιον οὐ χοάνοις τετυπωμένον, ἀλλ' ὑπὸ γήρως χαλκωϑέν Ep. ad. 228 (IX, 715). – 3) der Trichter, u. bei den Aerzten eine trichterartige Vertiefung od. Höhlung im Gehirn, sonst auch ληνός u. πύελος genannt. In dieser Bedeutung aber war χοάνη vorzugsweise gebraucht, Hippocr.
См. также в других словарях:
Χοάνη — funnel fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοάνη — και χώνη, η, ΝΜΑ, και χούνη Ν 1. χωνί 2. δοχείο από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται για τήξη μετάλλων, χωνευτήριο νεοελλ. 1. ανατ. καθένα από τα δύο οπίσθια ανοίγματα τής μύτης, με τα οποία επικοινωνούν οι ρινικές θαλάμες με τον ρινοφάρυγγα 2 … Dictionary of Greek
χοάνη — η 1. χωνευτήρι, δοχείο ανθεχτικό στη φωτιά για την τήξη μετάλλων. 2. χωνί. 3. κοίλωμα σε σχήμα χωνιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χοάναι — Χοάνη funnel fem nom/voc pl Χοάνᾱͅ , Χοάνη funnel fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χοάναις — Χοάνη funnel fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χοάνην — Χοάνη funnel fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χοάνης — Χοάνη funnel fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χοάνῃσι — Χοάνη funnel fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χωνῶν — Χοάνη funnel fem gen pl Χών masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χῶναι — Χοάνη funnel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χώναις — Χοάνη funnel fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)