-
1 χιουμοριστικός
[хьюморисгис] επ. юморист.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χιουμοριστικός
-
2 юмористический
-
3 юморист
ο αστεϊστής, ο χιουμοριστής (ξεν.)-ический αστεϊστικός, χιουμοριστικός (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > юморист
-
4 юмористичный
αστεϊστικός, χιουμοριστικός (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > юмористичный
-
5 юмористический
юмор||исти́ческийприл εὐθυμογραφικός, χιουμοριστικός. -
6 каламбурный
επ.αστείος, ευθυμολογικός, χιουμοριστικός. -
7 юмористический
επ.χιουμοριστικός•-ие рассказы χιουμοριστικά διηγήματα.
-
8 юмористичный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно; χιουμοριστικός• διασκεδαστικός• γελοίος.
См. также в других словарях:
χιουμοριστικός — ή, ό, Ν [χιουμοριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χιούμορ ή αυτός που ενέχει χιούμορ … Dictionary of Greek
χιουμοριστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χιούμορ, ευθυμογραφικός: Διαβάσαμε μερικά χιουμοριστικά διηγήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπλουζ — Είδος αφροαμερικάνικου τραγουδιού που εμφανίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αι. και εξελίχτηκε στην αρχική του μορφή ως μ. της υπαίθρου (country blues) και αργότερα, κατά το τέλος του αιώνα, ως μ. της… … Dictionary of Greek