-
1 worsen
χειροτερεύω -
2 ухудшать
χειροτερεύω, επιδεινώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ухудшать
-
3 azıştırmak
χειροτερεύω, υποδαυλίζω -
4 kötüleştirmek
χειροτερεύω, επιδεινώνω -
5 ухудшить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ухудшенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.χειροτερεύω• επιδεινώνω•сырая погода -ла состояние больного ο υγρός καιρός επιδείνωσε την κατάσταση του ασθενή•
ухудшить качество продукции χειροτερεύω την ποιότητα των προίόντων.
επιδεινώνομαι• χειροτερεύω. -
6 усугубить
επιδεινώνω, χειροτερεύω, επιτείνω-ся επιδεινώνομαι, χειροτερεύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > усугубить
-
7 обострить
обострить, обострять οξύνω· χειροτερεύω (ухудшать) \обостриться οξύνομαι* * *= обострятьοξύνω; χειροτερεύω ( ухудшать) -
8 осложнить
осложнить, осложнять περιπλέκω· χειροτερεύω (ухудшить)* * *= осложнятьπεριπλέκω; χειροτερεύω ( ухудшить) -
9 обострить
обостритьсов, обострять несов ὁξύνω, ἐντείνω, ἐπιδεινώνω, χειροτερεύω:\обострить отношения χειροτερεύω τίς σχέσεις· \обострить противоречия ὁξύνω τίς ἀντιθέσεις. -
10 усугублять
усугуб||лятьнесов μεγαλώνω, αὐξάνω, μεγεθύνω (увеличивать)/ ἐπιδεινώνω, χειροτερεύω Ο-ετ.) (ухудшать):\усугублятьлять вину́ ἐπιδεινώνω τό σφάλμα μου· \усугублятьлять положение χειροτερεύω τή θέση μου (или τήν κατάσταση)· \усугублятьля́ть опасность μεγαλώνω τόν κίνδυνον \усугублятьлять страдания κάνω πιό βαριά τά βάσανα. -
11 обострить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обостренный, βρ: -рен, -рена, -реюρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) οξύνω, εντείνω•зрение οξύνω την όραση.
|| επιδεινώνω, χειροτερεύω, εκτραχύνω•обострить противоречия οξύνω τις αντιθέσεις•
обострить разногласия οξύνω τις διαφωνίες•
обострить отношения εκτραχύνω τις σχέσεις.
1. οξύνομαι, γίνομαι αιχμηρός.2. οξύνομαι, γίνομαι πιο ισχυρός, πιο έντονος•зр-ние -лось η όραση οξύνθηκε.
|| επιδεινώνομαι, χειροτερεύω εκτραχύνομαι•положение -лось до крайности η κατάσταση επιδεινώθηκε στο έπακρο•
болезнь -лась η αρρώστεια χειροτέρεψε•
отношения -лись οι σχέσεις οξύνθηκαν.
-
12 усугубить
-блю, -бишьκ. усугубить-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. усугубленный, βρ: -лен, -а, -о κ. усугубленный, βρ: -лен, -лена, -леюρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξαίνω• επιτείνω• εντείνω• επιδεινώνω, χειροτερεύω•усугубить внимание εντείνω την προσοχή•
запирательство -ло вину подсудимого η ισχυρογνωμοσύνη του κατηγορούμενου επιδείνωσε την ενοχή του•
усугубить старания εντείνω τις προσπάθειες.
δυναμώνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι• εντείνομαι-επιδεινώνομαι, χειροτερεύω•страдания -лись τα βάσανα μεγάλωσαν•
-лась опасность μεγάλωσε ο κίνδυνος.
-
13 положение
1. (расположение в пространстве, местонахождение) η θέση, το στίγμα 2. (место, роль отдельного человека в обществе) η θέση 3. (состояние, обусловленное какими-л. обстоятельствами) η κατάστασ/ηфинансовое - см. экономическое -4. (обстановка общественной жизни) η κατάσταση 5. (свод правил, законов по определенному вопросу) о κανονισμός, о κώδικας 6 (утверждение, мысль, тезис) η θέση, το αξίωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > положение
-
14 устойчивость
1. (неизменность, постоянность) η σταθερότηταη ευστάθεια-кадра кфт. - της εικόναςпоперечная - ав. εγκάρσια -продольная - ав. διαμήκης -2. (невосприимчивость к воздействиям) η σταθερότητα, η μη αποδοχή της επίδρασης, η αντοχή 3. (способность твердо стоять, держаться, не колеблясь, не падая) η σταθερότητα, η ευστάθεια 4. (жёсткость конструкции) η στιβαρότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устойчивость
-
15 ухудшить
= ухудшиться -
16 обостриться
обострить||ся1. (о чертах лица) γίνομαι σουβλερός·2. перен ὁξύνομαι, ἐπιδεινώνομαι, χειροτερεύω, ἐντείνομαι. -
17 отягчать
отягч||атьнесов (έπι)βαρύνω, χειροτερεύω (μετ.), ἐπιδεινώνω:\отягчать свою вину́ ἐπιδεινώνω τό σφάλμα μου. -
18 поиижать
поииж||атьнесов1. ἐλαττώνω, μειώνω, χαμηλώνω, κατεβάζω:\поиижать температуру ἐλαττώνω (или κατεβάζω) τή θερμοκρασία· \поиижать голос χαμηλώνω τή φωνή μου· \поиижать к£чество χειροτερεύω τήν ποιότητα·2. (по службе) ὑποβιβάζω. -
19 усложниться
усложнить||сяπεριπλέκομαι, μπερδεύομαι, μπλέκομαι/ χειροτερεύω (ухудшаться). -
20 усугубляться
усугуб||лятьсяμεγαλώνω (άμετ.), αὐξάνομαι (увеличиваться)/ χειροτερεύω (άμετ.) (ухудшаться).
См. также в других словарях:
χειροτερεύω — χειροτερεύω, χειροτέρεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χειροτερεύω — Ν [χειρότερος] 1. (μτβ.) μεταβάλλω κάτι προς το χειρότερο, κάνω κάτι χειρότερο από ό,τι ήταν («χειροτέρεψαν την ποιότητα τού ψωμιού») 2. (αμτβ.) γίνομαι χειρότερος από ό,τι ήμουν ή περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση (α. «χειροτερεύει ο καιρός» β … Dictionary of Greek
χειροτερεύω — χειροτέρευσα και χειροτέρεψα 1. γίνομαι χειρότερος απ’ ό,τι ήμουν: Από τότε που τον γνώρισα χειροτέρεψε πολύ. 2. κάνω κάτι χειρότερο απ’ ό,τι ήταν, το χαλάω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιδεινώνω — χειροτερεύω, καθιστώ κάτι δυσκολότερο («η ανεργία επιδεινώνει τα προβλήματα», «η κατάστασή του επιδεινώθηκε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *δεινώνω (< δεινόω, ώ < δεινόν «συμφορά, κακό»), τ. που μαρτυρείται μόνον εν συνθέσει στη Νέα Ελληνική] … Dictionary of Greek
αλλαξοσειρίζω — 1. αλλάζω σειρά 2. χειροτερεύω, εκφυλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + σειρά] … Dictionary of Greek
αλλοιώνω — (ΑΜ ἀλλοιῶ, όω) [ἀλλοῖος] 1. κάνω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω, μετατρέπω 2. παραλλάζω, παραμορφώνω 3. παριστάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα 4. παθ. μεταβάλλομαι, γίνομαι διαφορετικός νεοελλ. 1. νοθεύω, παραχαράσσω 2.… … Dictionary of Greek
αναποδιάζω — [ανάποδα] Ι. (μτβ.) 1. γυρίζω τα επάνω προς τα κάτω, στρέφω κάτι ανάποδα, αναστρέφω 2. (για ρούχα) αντιστρέφω την κύρια όψη παρουσιάζοντας την ανάποδη 3. προξενώ εμπόδια, δυσκολεύω μια κατάσταση 4. επιφέρω σύγχυση, «τά κάνω άνω κάτω» 5. αλλάζω,… … Dictionary of Greek
απογίνομαι — (AM ἀπογίνομαι κ. γίγνομαι) μσν. νεοελλ. 1. (για γεγονός) εξαλείφομαι, παρέρχομαι 2. (για γεγονός ή πράγμα) παίρνω έκβαση, καταλήγω 3. (για πρόσωπο) καταντώ 4. απρόσ. συμβαίνει νεοελλ. 1. φθείρομαι, καταστρέφομαι 2. χειροτερεύω αρχ. 1. βρίσκομαι… … Dictionary of Greek
ασκημαίνω — και ασχημαίνω 1. γίνομαι άσχημος, χάνω την ομορφιά μου 2. χειροτερεύω … Dictionary of Greek
ασχημαίνω — και ασκημαίνω 1. κάνω κάποιον άσχημο, ασχημίζω 2. γίνομαι άσχημος 3. (μτφ. για πνευματικές ή ψυχικές εκδηλώσεις) χειροτερεύω, υποβιβάζομαι … Dictionary of Greek
βαραίνω — (Μ βαραίνω) 1. γίνομαι βαρύς 2. προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ 3. σκληρύνομαι νεοελλ. Ι. 1. έχω βάρος, είμαι βαρύς 2. στενοχωρούμαι, αγανακτώ 3. στενοχωρώ κάποιον 4. πιέζω κάποιον μετο βάρος μου 5. επιβαρύνω κάποιον 6. γέρνω, λυγίζω από το… … Dictionary of Greek