-
1 χειροκοπείν
-
2 χειροκοπεῖν
-
3 χειροτονέω
A stretch out the hand, for the purpose of giving one's vote in the assembly,περὶ τῶν ἀνδρῶν Plu.Phoc.34
; μὴ χ. vote against the motion, Luc.Deor.Conc.9:—but mostly,II c. acc. pers., elect, prop. by show of hands, Ar.Ach. 598, Av. 1571, etc.;εἰς τὴν ἀγορὰν χ. τοὺς ταξιάρχους.., οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον D.4.26
; c. dupl. acc.,στρατηγὸν χ. τινά X.HG6.2.11
, cf. Isoc.8.50:—[voice] Pass., to be elected, Ar.Ach. 607; ἐπὶ τοῦτ' ἐχειροτονήθησαν, ἵνα .. Lys.28.14;χ. ἔκ τινων Pl.Lg. 763e
; χ. ἐπὶ τῆς διοικήσεως Decr. ap. D.18.115: c. acc. cogn.,χ. τὴν ἀρχὴν τὴν ἐπὶ τῷ θεωρικῷ Aeschin.3.24
, cf. Ar.Ec. 517 (anap.);χειροτονηθεὶς ἢ λαχών Pl.Plt. 300a
, cf. Aeschin.1.106.b later, generally, appoint, Ph.2.112; of the Jewish High Priest, J.AJ13.2.2; τὸν ὑπὸ τοῦ θεοῦ κεχειροτονημένον βασιλέα ib.6.13.9, cf. 7.9.3; appoint to an office in the Church,πρεσβυτέρους Act.Ap.14.23
, cf. 2 Ep.Cor.8.19 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροτονέω
См. также в других словарях:
χειροκοπεῖν — χειροκοπέω cut off the hand of pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροκοπώ — έω, Α [χειροκόπος] 1. κόβω τα χέρια κάποιου («τοὺς συμμαχοῡντας τοῑς Φοίνιξι χειροκοπεῑν», Διόδ.) 2. (καταχρ.) τρίβω με το χέρι, μαλάσσω («χειροκοπεῑν τὸ αἰδοῑον», Αρτεμίδ.) … Dictionary of Greek