Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χασμουριέμαι

См. также в других словарях:

  • χασμουριέμαι — και χασμουριούμαι χασμουρήθηκα, ανοίγω ακούσια το στόμα και εισπνέω βαθιά είτε από νύστα είτε από κόπο κ.ά.: Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου και σήμερα χασμουριέμαι συνέχεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χασμουριέμαι — χασμουριέμαι, χασμουρήθηκα βλ. πίν. 59 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χασμουριέμαι — και χασμουριούμαι ή χασμουριώμαι Ν 1. έχω χασμουρητό, χασμώμαι 2. (ειδικά) νυστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. τού ρ. χασμῶμαι σχηματισμένοι μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. *χασμ ούρα (< χάσμη + κατάλ. ούρα, πρβλ. χασ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • επιχασμώμαι — ἐπιχασμῶμαι, άομαι (Α) χασμουριέμαι, βαριεστάω με κάτι …   Dictionary of Greek

  • κεχηναίος — α, ον (Α Κεχηναῑος, α, ο ν) νεοελλ. αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηνώς αρχ. (ο πληθ. τού αρσ. ως εθνικό όν.) Κεχηναῑοι (κωμικό λογοπαίγνιο τού Αριστοφάνη για τους Αθηναίους) αυτοί που χάσκουν, οι χάχηδες («τῇ Κεχηναίων πόλει», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κεχηνότως — (Α) επίρρ. με ανοιχτό στόμα, χάσκοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχηνώς (κέχηνα, μτχ. παρκμ. τού χαίνω «χασμουριέμαι, έχω ανοιχτό το στόμα»] …   Dictionary of Greek

  • περιχασμώμαι — άομαι, Α χασμουριέμαι γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χασμῶμαι (< χάσμα)] …   Dictionary of Greek

  • σκορδινώμαι — άομαι και ιων. τ. έομαι, Α (αποθ.) 1. (κυρίως για πρόσ. που μόλις έχουν ξυπνήσει ή και για πρόσ. που αισθάνονται ανία) τεντώνω τα άκρα τού σώματός μου, τεντώνομαι και χασμουριέμαι συγχρόνως 2. έχω τάση για εμετό, ζαλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για …   Dictionary of Greek

  • χάος — Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή… …   Dictionary of Greek

  • χαίνω — ΝΜΑ 1. έχω ή σχηματίζω χάσμα (α. «το βάραθρο έχαινε μπροστά τους» β. «τότε μοι χάνοι εὐρεῑα χθών», Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός και κεχηνώς, υῑα, ός (λόγιος τ.) αυτός που χάσκει, ιδίως από έκπληξη, κατάπληκτος (α. «τόν… …   Dictionary of Greek

  • χασμουρητό — το, Ν 1. χάσμημα 2. (με περιλπτ. σημ.) αλλεπάλληλα χασμήματα («τί χασμουρητό είναι αυτό που μέ έπιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»