-
1 характеристика
характеристика ж о χαρακτηρισμός; η σύσταση (рекомендация)* * *жο χαρακτηρισμός; η σύσταση ( рекомендация) -
2 мода
1. (вид колебаний) о τρόπος (το είδος παλμών) 2. (характеристика случайной величины в математической статистике и теории вероятностей) о τρό-πος/χαρακτηρισμός των τυχαίων (στα μαθηματικά)· - высшего порядка - της ανωτέρας τάξης«критическая» - κρήσιμος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мода
-
3 Баллы Бофорта
Βαθμίδες μποφόρ (Bcaufort)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > Баллы Бофорта
-
4 характеристика
1. (документ) η επιστολή 2. (описание, определение отличительных свойств) η περιγραφή, ο χαρακτηρισμός, το χαρακτηριστικόпадающая эл. - πτωτική -эксплуатационная - οι οδηγείες εκμετάλλευ-σης/λειτουργίας 3 (логарифма) мат. το χαρακτηριστικό (του λογαρίθμου)4. (характеристическая кривая) η χαρακτηριστική (καμπύλη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > характеристика
-
5 смысловой
смыслов||ойприл τής ἐννοίας, ἐννοιολογικός, σημαντικός:\смысловойа́я характеристика слова ἐννοιολογικός χαρακτηρισμός τής λέξης. -
6 характеристика
характер||и́стикаж в разн. знач. ὁ χαρακτηρισμός, ἡ περιγραφή:давать \характеристикайстику δίνω χαρακτηρισμό· для \характеристика йстики γιά τήν ἀξιολόγηση. -
7 характеристика
[χαρακτιρίστικα] ουσ. Θ. χαρακτηρισμός -
8 характеристика
[χαρακτιρίστικα] ουσ θ χαρακτηρισμός -
9 зачёт
-а α.1. καταχώρηση, εγγραφή στο λογαριασμό•произвести зачёт καταχωρώ.
2. είδος εξέτασης των σπουδαστών, έλεγχος γνώσεων. || θετικός χαρακτηρισμός του ελέγχου,εκφρ.в зачёт – (ιταλ.) καταχωρημένος στο λογαριασμό•не в зачёт – μη καταχωρημένος στο λογαριασμό• εκτός λογαριασμού. -
10 квалификация
-и θ.1. καθορισμός ποιότητας, αζίας• χαρακτηρισμός.2. ειδίκευση, ειδικότητα•повышение -и ανέβασμα της ειδικότητας•
иметь высокую -ю έχω υψηλή κατάρτιση•
приобрести -ю токаря αποχτώ την ειδικότητα του τορναδόρου.
-
11 характеристика
-и θ.1. χαρακτερισμός• περιγραφή•характеристика действующих лиц χαρακτηρισμός των δρώντων προσώπων (λογοτεχνικού έργου).
2. επίσημη έκθεση του ποιου (κάποιου)•характеристика с места работы έκθεση του ποιου από τον τόπο της δουλειάς (την επιχείρηση).
3. γραφική παράσταση. || τα χαρακτηριστικά. -
12 ярлык
-а α.1. παλ. διάταγμα των χάνων Μογγόλων.2. παλ. διατακτική.3. ετικέτα.4. χαρακτηρισμός.
См. также в других словарях:
χαρακτηρισμός — characterization masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακτηρισμός — ο, ΝΜΑ [χαρακτηρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρακτηρίζω, ο προσδιορισμός τού χαρακτήρα ενός προσώπου ή πράγματος νεοελλ. 1. η περιγραφή τών κύριων γνωρισμάτων πράγματος («δώσε μου έναν χαρακτηρισμό τού φιλάργυρου») 2. κατάταξη σε… … Dictionary of Greek
χαρακτηρισμός — ο 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χαρακτηρίζω, η διάκριση, το ξεχώρισμα: Ήταν επιτυχής ο χαρακτηρισμός. 2. η περιγραφή ενός πράγματος με τονισμό των χαρακτηριστικών του γνωρισμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ένυδρος — Χαρακτηρισμός χημικής ένωσης. Πρόκειται κυρίως για άλατα ή και κρυσταλλικές μορφές αερίων σε χαμηλές θερμοκρασίες και πιέσεις που στη δομή τους περιλαμβάνονται μόρια νερού. Η δομή των σωμάτων αυτών μεταβάλλεται ριζικά με την απομάκρυνση του νερού … Dictionary of Greek
επίτομος — Χαρακτηρισμός συνοπτικού, επιστημονικού κυρίως, συγγράμματος. Ονομάζεται και επιτομή. * * * η, ο (AM ἐπίτομος, ον) [επιτέμνω] σύντομος, περιληπτικός («επίτομη ιστορία τής Ελλάδας») μσν. φρ. «ἐν ἐπιτόμῳ» σύντομα, περιληπτικά αρχ. 1. συντετμημένος … Dictionary of Greek
κατηγορούμενος — Χαρακτηρισμός του προσώπου εναντίον του οποίου ασκείται ποινική δίωξη ή του αποδίδεται αξιόποινη πράξη σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης. Ο προσδιορισμός αυτός διατηρείται έως το τέλος της ποινικής διαδικασίας και το αμετάκλητο κλείσιμό της, με … Dictionary of Greek
λαγωνίκα — Χαρακτηρισμός που αποδίδεται από εκτροφείς σε σκύλους που προορίζονται για το κυνήγι ζώων. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι αυτής της ομάδας κυνηγούν με την όσφρηση, ενώ το θήραμά τους ποικίλλει, από μικρά ζώα έως αρκούδες και ελάφια. Υπάρχουν λ. που … Dictionary of Greek
μακροσκοπικός — Χαρακτηρισμός, κυρίως της στατιστικής φυσικής, για ένα φυσικό σύστημα που περιέχει πολύ μεγάλο αριθμό σωματίων, είτε μορίων είτε ατόμων. Γενικότερα γίνεται λόγος για μ. περιγραφή φαινομένων, με την έννοια της μελέτης φαινομένων τέτοιας τάξης… … Dictionary of Greek
αγγουστικλάβιοι — Χαρακτηρισμός των Ρωμαίων ιππέων. Προέρχεται από το αγγουστικλάβιο, τη στενή κόκκινη λουρίδα, που κοσμούσε τον χιτώνα τους … Dictionary of Greek
Αθεϊκά — Χαρακτηρισμός που επικράτησε να δίνεται στον κύκλο των επεισοδίων και των διωγμών που σημειώθηκαν στον Βόλο το 1908, με την ίδρυση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου και τη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Ο κύκλος έκλεισε με τη δίκη… … Dictionary of Greek
αλλοτριόμορφος — Χαρακτηρισμός των ορυκτών που σχηματίζονται στη δεύτερη φάση της στερεοποίησης των πετρωμάτων. Τα ορυκτά αυτά αναγκάζονται τότε να πάρουν όχι τη δική τους κρυσταλλική μορφή, αλλά τη μορφή των κενών χώρων, τους οποίους αφήνουν μεταξύ τους οι… … Dictionary of Greek