-
1 χαμηλότερος
χαμηλόςon the ground: masc nom comp sg -
2 ниже
ниже 1. (сравн. ст. от низкий) χαμηλότερος 2. (сравн. ст. от низко) χαμηλότερα, πιο κάτω 3) (менее) κάτω από· сегодня 10 градусов \ниже нуля σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν* * *1. сравн. ст. от низкий 2. сравн. ст. от низкоχαμηλότερα, πιο κάτω3.( менее) κάτω απόсего́дня 10 гра́дусов ни́же нуля́ — σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν
-
3 ниже
ниже1. сравнит, ст. от низкий κατώτερος, χαμηλότερος / πιό κοντός (о росте)/ χαμηλότερος (о звуке)·2. сравнит, ст. от низко πιό κάτω, χαμηλότερα·3. предлог ὑπό, κάτω ἀπό:пять градусов \ниже нуля πέντε βαθμοί ὑπό τό μηδέν ◊ \ниже среднего κάτω ἀπό τό μέτριο, κατώτερο τοῦ μετρίου· \ниже всякой критики δέν ἀντέχει σέ καμμιά κριτική· это \ниже моего достоинства ἀπαξιώ νά... -
4 lower order bias estimator
French\ \ estimateur de polarisation d'ordre inférieurGerman\ \ Schätzer mit Verzerrung niederer OrdnungDutch\ \ schatter met een vertekening van lagere ordeItalian\ \ stimatore distorto di più basso ordine; stimatore distorto di minimo ordineSpanish\ \ perito del diagonal de una orden más bajaCatalan\ \ -Portuguese\ \ estimador enviesado de ordem inferior; estimador viciado de ordem inferior (bra); estimador viesado de ordem inferior (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ χαμηλότερος προκατειλημμένος εκτιμητής διαταγήςFinnish\ \ alempiasteinen harhainen estimaattoriHungarian\ \ elsórendû torzításbecslésTurkish\ \ alt sıra yanlılık tahminleyicisiEstonian\ \ madalamat järku nihke hinnangufunktsioonLithuanian\ \ žemesniosios eilės poslinkio įvertinysSlovenian\ \ -Polish\ \ estymator obciążony niższego rzęduRussian\ \ младший порядок оценки искаженияUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ neðri röð hlutdrægni metilsinsEuskara\ \ txikiagoa izateko joera zenbatesleFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مقدر متحيز ادنى مرتبةAfrikaans\ \ laerorde-sydigheidsberamerChinese\ \ 较 低 价 有 偏 估 计 量Korean\ \ 하위편향추정량 -
5 нижний
-яя, -ееεπ.1. ο κάτω, ο κατώτερος•-яя члюсть η κάτω σιαγόνα•
-ие оконечности τα κάτω άκρα•
нижний этаж το εισώγειο.
|| ο υποκάτω, ο κάτω από μας•-ие жильцы οι κάτωθι μας κάτοικοι.
2. (για ποτάμια) ο κάτω•-ее течение ο κάτω ρους•
-яя волга ο κάτω Βόλγας.
3. εσωτερικός•-ее бель τα εσώρουχα.
4. (για ήχο) χαμηλότερος.εκφρ.нижний чин – παλ. στρατιώτης, φαντάρος.
См. также в других словарях:
χαμηλότερος — χαμηλός on the ground masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… … Dictionary of Greek
ελάσσων — και ελάττων ον (AM ἐλάσσων και ἐλάττων, ον) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο 3. χαμηλότερος, κατώτερος ως προς το ποσό ή τον αριθμό 4. (για χρόνο) βραχύτερος, συντομότερος 5. κατώτερος ως προς την αξία ή τη… … Dictionary of Greek
εσχατεύω — ἐσχατεύω (Α) [έσχατος] 1. ευρίσκομαι, είμαι στο άκρο («τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων» τα άκρα, οι κλώνοι τών δέντρων, Θεόφρ.) 2. βρίσκομαι στο άκρο ενός τόπου («ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας», Πολ.) 3. είμαι ο λεπτότερος ή ο χαμηλότερος («ἐσχατεύω τῶν… … Dictionary of Greek
ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… … Dictionary of Greek
παράμεσος — η, ο / παράμεσος, έση, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που βρίσκεται κοντά στο μέσο, στο κέντρο («παράμεσος δάκτυλος» το δάχτυλο που βρίσκεται ανάμεσα στο μέσο και στο μικρό) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παράμεσος ο παράμεσος δάκτυλος, αλλ. δακτυλίτης αρχ … Dictionary of Greek
υπερυπάτη — ἡ, Α 1. ο χαμηλότερος από την υπάτη μέσος και μεταβλητός, ανάλογα με το γένος, φθόγγος 2. στον πληθ. αἱ ὑπερυπάται (ενν. χορδαί) χορδές οξύτερες τής υπάτης, τής πρώτης χορδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὑπάτη «η πρώτη χορδή»] … Dictionary of Greek
υπιώνιος — ον, Α μουσ. τόνος βαρύτερος, χαμηλότερος τού ιωνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰώνιος] … Dictionary of Greek
υποβαίνω — ΜΑ [βαίνω] (με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ αὐτοῡ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν. β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.) αρχ. 1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
κατώτερος — η, ο επίρρ. α συγκρ. από το επίρρ. κάτω χαμηλότερος, ευτελέστερος, κατώτερης ποιότητας, αυτός που έχει κατώτερο βαθμό: Τιμωρήθηκαν δύο κατώτεροι αξιωματικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)