Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χαμηλότερος

  • 1 χαμηλότερος

    χαμηλός
    on the ground: masc nom comp sg

    Morphologia Graeca > χαμηλότερος

  • 2 ниже

    ниже 1. (сравн. ст. от низкий) χαμηλότερος 2. (сравн. ст. от низко) χαμηλότερα, πιο κάτω 3) (менее) κάτω από· сегодня 10 градусов \ниже нуля σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν
    * * *
    1. сравн. ст. от низкий 2. сравн. ст. от низко
    χαμηλότερα, πιο κάτω
    3.
    ( менее) κάτω από

    сего́дня 10 гра́дусов ни́же нуля́ — σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν

    Русско-греческий словарь > ниже

  • 3 ниже

    ниже
    1. сравнит, ст. от низкий κατώτερος, χαμηλότερος / πιό κοντός (о росте)/ χαμηλότερος (о звуке)·
    2. сравнит, ст. от низко πιό κάτω, χαμηλότερα·
    3. предлог ὑπό, κάτω ἀπό:
    пять градусов \ниже нуля πέντε βαθμοί ὑπό τό μηδέν ◊ \ниже среднего κάτω ἀπό τό μέτριο, κατώτερο τοῦ μετρίου· \ниже всякой критики δέν ἀντέχει σέ καμμιά κριτική· это \ниже моего достоинства ἀπαξιώ νά...

    Русско-новогреческий словарь > ниже

  • 4 lower order bias estimator

    French\ \ estimateur de polarisation d'ordre inférieur
    German\ \ Schätzer mit Verzerrung niederer Ordnung
    Dutch\ \ schatter met een vertekening van lagere orde
    Italian\ \ stimatore distorto di più basso ordine; stimatore distorto di minimo ordine
    Spanish\ \ perito del diagonal de una orden más baja
    Catalan\ \ -
    Portuguese\ \ estimador enviesado de ordem inferior; estimador viciado de ordem inferior (bra); estimador viesado de ordem inferior (bra)
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ χαμηλότερος προκατειλημμένος εκτιμητής διαταγής
    Finnish\ \ alempiasteinen harhainen estimaattori
    Hungarian\ \ elsórendû torzításbecslés
    Turkish\ \ alt sıra yanlılık tahminleyicisi
    Estonian\ \ madalamat järku nihke hinnangufunktsioon
    Lithuanian\ \ žemesniosios eilės poslinkio įvertinys
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ estymator obciążony niższego rzędu
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ neðri röð hlutdrægni metilsins
    Euskara\ \ txikiagoa izateko joera zenbatesle
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ مقدر متحيز ادنى مرتبة
    Afrikaans\ \ laerorde-sydigheidsberamer
    Chinese\ \ 较 低 价 有 偏 估 计 量
    Korean\ \ 하위편향추정량

    Statistical terms > lower order bias estimator

  • 5 нижний

    -яя, -ее
    επ.
    1. ο κάτω, ο κατώτερος•

    -яя члюсть η κάτω σιαγόνα•

    -ие оконечности τα κάτω άκρα•

    нижний этаж το εισώγειο.

    || ο υποκάτω, ο κάτω από μας•

    -ие жильцы οι κάτωθι μας κάτοικοι.

    2. (για ποτάμια) ο κάτω•

    -ее течение ο κάτω ρους•

    -яя волга ο κάτω Βόλγας.

    3. εσωτερικός•

    -ее бель τα εσώρουχα.

    4. (για ήχο) χαμηλότερος.
    εκφρ.
    нижний чинπαλ. στρατιώτης, φαντάρος.

    Большой русско-греческий словарь > нижний

См. также в других словарях:

  • χαμηλότερος — χαμηλός on the ground masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… …   Dictionary of Greek

  • ελάσσων — και ελάττων ον (AM ἐλάσσων και ἐλάττων, ον) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο 3. χαμηλότερος, κατώτερος ως προς το ποσό ή τον αριθμό 4. (για χρόνο) βραχύτερος, συντομότερος 5. κατώτερος ως προς την αξία ή τη… …   Dictionary of Greek

  • εσχατεύω — ἐσχατεύω (Α) [έσχατος] 1. ευρίσκομαι, είμαι στο άκρο («τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων» τα άκρα, οι κλώνοι τών δέντρων, Θεόφρ.) 2. βρίσκομαι στο άκρο ενός τόπου («ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας», Πολ.) 3. είμαι ο λεπτότερος ή ο χαμηλότερος («ἐσχατεύω τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… …   Dictionary of Greek

  • παράμεσος — η, ο / παράμεσος, έση, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που βρίσκεται κοντά στο μέσο, στο κέντρο («παράμεσος δάκτυλος» το δάχτυλο που βρίσκεται ανάμεσα στο μέσο και στο μικρό) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παράμεσος ο παράμεσος δάκτυλος, αλλ. δακτυλίτης αρχ …   Dictionary of Greek

  • υπερυπάτη — ἡ, Α 1. ο χαμηλότερος από την υπάτη μέσος και μεταβλητός, ανάλογα με το γένος, φθόγγος 2. στον πληθ. αἱ ὑπερυπάται (ενν. χορδαί) χορδές οξύτερες τής υπάτης, τής πρώτης χορδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὑπάτη «η πρώτη χορδή»] …   Dictionary of Greek

  • υπιώνιος — ον, Α μουσ. τόνος βαρύτερος, χαμηλότερος τού ιωνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰώνιος] …   Dictionary of Greek

  • υποβαίνω — ΜΑ [βαίνω] (με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ αὐτοῡ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν. β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.) αρχ. 1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • κατώτερος — η, ο επίρρ. α συγκρ. από το επίρρ. κάτω χαμηλότερος, ευτελέστερος, κατώτερης ποιότητας, αυτός που έχει κατώτερο βαθμό: Τιμωρήθηκαν δύο κατώτεροι αξιωματικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»