Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χαμαιζήλως

См. также в других словарях:

  • χαμαιζήλως — χαμαίζηλος seeking the ground adverbial χαμαίζηλος seeking the ground masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαίζηλος — η, ο / χαμαίζηλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και χαμαιζήλη Α 1. (για φυτό) αυτός που αυξάνεται σε μικρό ύψος από το έδαφος 2. μτφ. α) αυτός που έχει ταπεινές επιθυμίες, χαμερπής β) (κυρίως) αυτός που έχει υλικές βλέψεις, που ενδιαφέρεται κυρίως για τα υλικά… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιρεπής — και χαμαιρρεπής, ές, Α χαμαίζηλος, χαμαιπαγής*. επίρρ... χαμαιρεπῶς Α (κατά τον Ησύχ.) «χαμαιρεπῶς χαμαιζήλως, ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + ρεπής (< ῥέπω), πρβλ. ἐπι ρρεπής, ὀξυ ρεπής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»