Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χαλνώ+το

  • 101 кровь

    -и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ.θ.
    1. αίμα•

    венозная кровь φλεβικό αίμα•

    артериальная кровь αρτηριακό αίμα•

    переливание -и μετάγγιση αίματος•

    заражение -и μόλυνση του αίματος.

    || πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.
    2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.
    3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•

    гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.

    4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.
    5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•

    горячая кровь θερμόαιμος•

    холодная кровь ψύχραιμος.

    εκφρ.
    в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•
    узы -и – δεσμοί αίματος•
    кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•
    кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•
    кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•
    кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•
    кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•
    бросить (отворить, кидать) кровьπαλ. κάνω αφαίμαξη•
    лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•
    пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•
    портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•
    писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•
    смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•
    сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•
    кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•
    хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•
    изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία.

    Большой русско-греческий словарь > кровь

  • 102 кромсать

    ρ.δ. μ. κομματιάζω, κόβω όπως τύχει (απερίσκεπτα). || μτφ. παραμορφώνω, χαλνώ τεμαχίζοντας.

    Большой русско-греческий словарь > кромсать

  • 103 менять

    ρ.δ.μ.
    1. αλλάσσω, ανταλλάσσω, αλλάζω•

    менять товар на товар ανταλλάσσω εμπόρευμα με εμπόρευμα ή είδος με είδος.

    2. χαλνώ, τσακίζω, κάνω ψιλά, λιανά, λιανώματα (για χρήματα).
    3. αλλάζω, αντικαθιστώ με άλλο•

    -бель αλλάζω τα εσώρουχα;

    4. μεταβάλλω, αλλοιώνω•

    менять голос αλλάζω τη φωνή•

    менять внешность αλλάζω την εξωτερική εμφάνιση•

    менять убеждения αλλάζω πεποθήσεις•

    менять религию αλλαξοπιστώ•

    -мнение αλλάζω γνώμη.

    αλλάζω• μεταβάλλομαι•

    давай менять авторучками έλα αλλάξουμε τους στύλους•

    часовые -ются οι σκοποί αλλάζουν•

    моды -ются οι μόδες αλλάζουν•

    характер -ется ο χαρακτήρας αλλάζει;

    εκφρ.
    менять в лице – αλλάζω στην όψη, στο πρόσωπς.

    Большой русско-греческий словарь > менять

  • 104 мокнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ.
    ρ.δ.
    1. βρέχομαι, μουσκεύω, νοτίζω. || χαλνώ, βλάπτομαι από την υγρασία.
    2. πυορροώ, εκρέω πύο.

    Большой русско-греческий словарь > мокнуть

  • 105 надломить

    -омлю, -омишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надломленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω λίγο, μισοσπάζω, μισοτσακίζω.
    2. μτφ. βλάπτω• χαλνώ•

    надломить здоровье βλάπτω την υγεία•

    горе -ло его τα φαρμάκια τον τσάκισαν•

    работа -ла её την έφαγε η δουλειά.

    θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι λίγο. || μτφ. εξαντλούμαι, καταβάλλομαι•

    силы -лись οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > надломить

  • 106 наклевать

    -лют, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на-клванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    (για πτηνά)
    1. ραμφίζω.
    2. τσιμπώ, χαλνώ, βλάπτω•

    вишню τσιμπώ τα βύσινα.

    παρατρώγω, ραμφίζω αρκετά.

    Большой русско-греческий словарь > наклевать

  • 107 наменять

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. (με σημ. ποσοτική).
    1. ανταλλάσσω.
    2. χαλνώ, κάνω ψιλά•

    наменять на рубль мелочи κάνω ένα ρούβλι ψιλά, (λιανά, λιανώματα).

    Большой русско-греческий словарь > наменять

  • 108 напортить

    -орчу, -ортишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напорченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βλ. портить.
    2. βλάπτω, χαλνώ.

    Большой русско-греческий словарь > напортить

  • 109 настроение

    ουδ.
    1. διάθεση (ψυχική)•

    хорошее настроение καλή διάθεση, ευδιαθεσία•

    плохое αδιαθεσία, δυσθυμία, αθυμιά, κακοκεφιά•

    унылое настроение μελαγχολία, βαρυθυμιά•

    испортить χαλνώ τη διάθεση•

    быть не в -и δεν έχω κέφι•

    у меня нет -я δεν έχω διάθεση.

    2. επιθυμία, όρεξη•

    работать с -ем δουλεύω ορεξάτα.

    εκφρ.
    настроение умов – διάθεση των πνευμάτων•
    человек -я – άνθρωπος ευμετάβλητων διαθέσεων.

    Большой русско-греческий словарь > настроение

  • 110 обветшать

    ρ.σ.μ., παλιώνω, χαλνώ, γίνομαι σαθρός, σαράβαλο, ετοιμόρροπος.

    Большой русско-греческий словарь > обветшать

  • 111 обить

    обобью, обобьшь, προστκ. обей
    ρ.σ.μ.
    1. τινάζω χτυπώντας•

    обить снег τινάζω το χιόνι•

    обить яблоки с яблони τινάζω τα μήλα από τη μηλιά.

    2. φθείρω, χαλώ τις άκρες (με κρούσεις, χτυπήματα)•

    обить края брюк χαλώ το ρεβέρ του παντελονιού.

    || βλάπτω, προξενώ πόνο με τα χτυπήματα•

    не стучите много, руки обобьте μη χτυπάτε πολύ, θα σας πονέσουν τα χέρια.

    3. καλύπτω, σκεπάζω, ντύνω καρφώνοντας• επιστρώνω ταπετσάρω.
    εκφρ.
    обить все пороги – χτυπώ όλες τις πόρτες, πηγαίνω παντού.
    (για άκρες) φθείρομαι, χαλνώ τρίβομαι•

    рукава -лись τα μανίκια τρίφτηκαν.

    || πέφτω, τρίβομαι•

    штукатура -лась ο σοβάς έπεσε.

    Большой русско-греческий словарь > обить

  • 112 обтереть

    оботру, оботршь, παρλθ. χρ. обтр
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обтртый, βρ: -трт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. обтерев κ. обтрши ρ.σ.μ.
    1. σκουπίζω, σφουγγίζω•

    губы καθαρίζω τα χείλη•

    обтереть лицо полотенцем σκουπίζω το πρόσωπο με την πετσέτα•

    обтереть слёзы платком σκουπίζω τα δάκρυα με το μαντήλι.

    || πλύνω•

    обтереть руки спиртом πλύνω τα χέρια με οινόπνευμα.

    2. φθείρω, τρίβω, χαλνώ (με τη συνεχή χρήση).
    3. λειαίνω τρίβοντας.
    1. σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι. || τρίβομαι.• спиртом τρίβομαι με οινόπνευμα.
    2. φθείρομαι» τρίβομαι•

    брики -лись το παντελόνι τρίφτηκε.

    3. μτφ. (απλ.) συνηθίζω, τρίβομαι, αποκτώ πείρα• προσαρμόζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обтереть

  • 113 обшаркать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) τρίβω, πατώ, φθείρω, χαλνώ με τη συνεχή χρήση•

    обшаркать пол φθείρω το πάτωμα.

    τρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > обшаркать

  • 114 обшарпать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ξεσχίζω, φθείρω, τρίβω, χαλνώ• ξεσκαλίζω.

    Большой русско-греческий словарь > обшарпать

  • 115 обшмыгать

    ρ.σ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. об-швдганный, βρ: -ган, -а, -о (απλ.) φθείρω, τρίβω, χαλνώ, κουρελιάζω λερώνω.

    Большой русско-греческий словарь > обшмыгать

  • 116 осалиться

    -ится
    ρ.σ.
    1. (για ζώα)• παχύνω, παχαίνω.
    2. φθείρομαι, χαλνώ.

    Большой русско-греческий словарь > осалиться

  • 117 отделать

    ρ.σ.μ.
    1. επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ, επιμελούμαι των λεπτομερειών έργου χτενίζω. || προσδίδω μορφή, φτιάχνω κατ απομίμηση, εν είδη, σαν•

    отделать стены под дуб φτιάχνω τους τοίχους σαν από δρυόξυλο.

    || ανανεώνω επισκευάζω εκ νέου, ξεκαινουργώνω.
    2. διακοσμώ, στολίζω, ευτρεπίζω γαρνίρω.
    3. (απλ.) λερώνω• φθείρω, χαλνώ•

    отделать рубашку λερώνω το πουκάμισο.

    || μαλώνω άσχημα, στολίζω. || χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ.
    1. απαλλάσσομαι από κάτι, από κάποιον ξεφορτώνομαι.
    2. ξεφεύγω, εκφεύγω, αποφεύγω•

    отделать обещаниями ξεφεύγω με υποσχέσεις.

    3. γλυτώνω, λυτρώνομαι•

    дшево отделать τη γλυτώνω φτηνά•

    счастливо -στέκομαι τυχερός, ευτυχώς που τη γλυτώνω.

    Большой русско-греческий словарь > отделать

  • 118 отравить

    -равлю, -равишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отравленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    (κυρλξ. κ. μτφ.)• δηλητηριάζω φαρμακώνω•

    -мышей δηλητηριάζω τα ποντίκια•

    отравить колодец δηλητηριάζω το πηγάδι•

    отравить газом δηλητηριάζω με αέριο•

    отравить себя δηλητηριάζομαι•

    он -ил его сознание αυτός του δηλητηρίασε τη συνείδηση.

    || μτφ. προξενώ θλίψη: χαλνώ βλάπτω ψυχικά.
    δηλητηριάζομαι, αυτοκτονώ με δηλητήριο. || παθαίνω δηλητηρίαση.

    Большой русско-греческий словарь > отравить

  • 119 палить

    -лю, -лишь, μτχ. ενστ. палящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. паленный, βρ: -лн, -лена, -лею
    ρ.δ.μ.
    1. καψαλίζω, τσουδίζω, τσου-λουφριζω.
    2. καίω, βάζω φωτιά, πυρπολώ. || καίω (για φωτισμό).
    3. βλάπτω, χαλνώ, καταστρέφω•

    утюг -ит бель το σίδερο καίει τα ρούχα.

    || (για τον ήλιο) θερμαίνω δυνατά, ψήνω.
    4. μτφ. (για αισθήματα, πάθος κ.τ.τ.)• βασανίζω, τυραννώ, κατατρύχω.
    -лю, -лишь
    ρ.δ. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω• τουφεκίζω•

    палить из пушек κανονιοβολώ•

    пали κ. пли παλ. (στρατ.) πυρ!

    Большой русско-греческий словарь > палить

  • 120 панталык

    -а (-у) α: сбить с -у α) συγχύζω, μπερδεύω, β) χαλνώ τη διαγωγή κάποιου ή κάνω να πάρει• κακό δρόμο, παρεκτρέπω, διαφθείρω•

    сбиться с -у α) συγχύζομαι, συσκοτίζομαι, μπερδεύομαι, β) παρεκτρέπομαι, παίρνω κακό δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > панталык

См. также в других словарях:

  • χαλνώ — και χαλνάω βλ. χαλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλνώ — άω, Ν βλ. χαλώ …   Dictionary of Greek

  • χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • αποχαλώ — (I) κ. άω κ. χαλνώ, άω 1. χαλώ, καταστρέφω τελείως 2. καταστρέφομαι τελείως. (II) ἀποχαλῶ ( άω) (Α) χαλαρώνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • γερνώ — και γερνάω 1. συντελώ στο να γεράσει κάποιος («με γέρασαν τα βάσανα») 2. γίνομαι γέρος, μπαίνω στη γεροντική ηλικία 3. παροιμ. α) «ο λύκος κι αν εγέρασε, κι άλλαξε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε και τη βουλή του» για τις κακές έξεις… …   Dictionary of Greek

  • καλνώ — καλώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλώ μεταπλασμένος ενεστ. κατά τα χαλνώ < χαλώ, γελνώ < γελώ] …   Dictionary of Greek

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»