-
41 перекрутить
-учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекрученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. στρίβω•перекрутить нитку στρίβω την κλωστή.
|| (περί)πλέκω•перекрутить шерстяную нитку с шлковой συστρίβω τη μάλλινη κλωστή με μεταξωτή.
2. παραστρίβω, παρασφίγγω χαλνώ•перекрутить винт παρασφίγγω τη βίδα•
перекрутить завод у часов παρακουρτίζω το ρολόγι•
перекрутить кран παρασφίγγω την κάνουλα.
|| κόβω στρίβοντας•перекрутить проволку κόβω το σύρμα στρίβοντας το.
3. περιδένω περιτυλίγω.4. (απλ.) στρίβω (όλο, πολύ).5. γυρίζω, στρέφω•перекрутить ключ в обратную сторону στρίβω το κλειδί ανάποδα.
1. στρίβομαι, (περι)τυλίγομαι.2. παραστρίβομαι, αχρηστεύομαι; χαλνώ, φθείρομαι. || κόβομαι στα δυό•проволока перекрутитьлась το σύρμα κόπηκε από το πολύ στρίψιμο.
3. περιστρέφομαι, γυρίζω,φέρνω γύρω.4. μτφ. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα, τα γυρίζω. -
42 перепортить
-рчу, -ртишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепорченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. φθείρω, χαλνώ, καταστρέφω εντελώς ή όλους, πολλούς.εκφρ.перепортить много крови кому – προξενώ πολλά δυσάρεστα σε κάποιον.χαλνώ, αχρηστεύομαι•арбузы -лись τα καρπούζια χάλασαν, (σάπισαν).
-
43 перетравить
-травлю, -травишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетравленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. δηλητηριάζω (όλους, πολλούς).2. φθείρω, χαλνώ με τη χρήση χημικών ουσιών.3. ξοδεύω, καταναλώνω άσκοπα σπαταλώ παραξοδεύω, παρακαταναλώνω.δηλητηριάζομαι (για όλους, πολλούς). || φθείρομαι, χαλνώ α-πο υπερβολική χρήση χημικής ουσίας. -
44 повредить
-ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поврежденный, βρ: -ден, -дена, -дено;.ρ.σ.1. με δοτ. βλάπτω, προξενώ βλάβη, ζημιά•курение -ит здоровью το κάπνισμα θα βλάψει την υγεία.
2. μ. χαλνώ•повредить замок χαλνώ την κλειδωνιά.
-
45 подпортить
-
46 подрать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подранный, βρ: -ран, -а, -о.1. ξεσχίζω•подрать всю бумагу ξεσχίζω όλα τα χαρτιά.
2. φθείρω,καταστρέφω, χαλνώ•подрать за лето всю обувь χαλνώ για ένα καλοκαίρι όλα τα παπούτσια.
3. τραβώ τιμωρώ•подрать за вихор τραβώ από την τούφα μαλλιών•
подрать за уши τραβώ από τα αυτιά•
подрать розгами βιτσίζω.
4. το σκάζω, φεύγω τρεχάλα.5. μτφ. κατασπαράζω (για ζώα).βλ. драть(ся). -
47 пропить
-пыо, -пьшь, παρλθ. χρ. пропил, пропила, пропило, προστκ. пропей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пропитый, βρ: -пит, -а, -о κ. пропитый, βρ: -пит, -а, -оρ.σ.μ.1. δαπανώ, ξοδεύω, χαλνώ, σπαταλώ στο πιοτί πίνω•он -ил своё платье αυτός έπιε και τα ρούχα του ακόμα.
2. βλάπτω από το πιοτί•пропить голос χαλνώ τη φωνή από το πιοτί•
пропить талант καταστρέφω το ταλέντο με το πιοτί.
3. πίνω οινοπνευματώδη ποτά (για ένα χρον. διάστημα)•пропить всю ночь πίνω όλη τη νύχτα.
4. παλ. πίνω για τα αρραβωνίσια ή στην υγεία της αρραβωνιασμένης.ξοδεύω κλπ. ρ. ενεργ. φωνής. -
48 разрушить
-шу, -шешьρ.σ.μ.1. καταστρέφω• κατερειπώνω• ερημώνω, ρημάζω•землетрясение -ло город ο σεισμός κατέστρεψε την πόλη.
2. μτφ. εξαρθρώνω, χαρβαλιάζω, ξεχαρβαλώνω• διαλύω, αποσυνθέτω•разрушить хозяйство καταστρέφω το νοικοκυριό•
разрушить государственный аппарат εξαρθρώνω τον κρατικό μηχανισμό.
3. ανατρέπω, χαλνώ•разрушить его планы χαλνώ τα σχέδια του.
|| βλάπτω, φθείρω•разрушить здоровье καταστρέφω την υγεία.
1. καταστρέφομαι, κατεδαφίζομαι• γκρεμίζομαι• χαλνιέμαι. || ερημώνομαι• ερειπώνομαι.2. εξαρθρώνομαι, ξε-χαρβαλιάζομαι.3. μτφ. ανατρέπομαι, χαλνιέμαι•планы -лись τα σχέδια χάλασαν..
βλάπτομαι, φθείρομαι•здоровье -лось η υγεία καταστράφηκε.
-
49 смазать
ρ.σ.μ.1. αλείφω λιπαίνω.2. εξαλείφω, απαλείφω (μπογιά, μελάνη).(για φωτογραφία) βγάζω μουντή.3. μτφ. χαλνώ, βλάπτω, μουντζουρώνω.4. παλ. μπατσιζω, χαστουκίζω, ραπιζω, κολαφιζω,1. αλείφομαι•смазать вазелином αλείφομαι με βαζελίνη.
2. εξαλείφομαι, αποχρωματίζομαι.3. μτφ. γίνομαι μουντός, θαμπός, ασαφής• χαλνώ. -
50 трепать
треплю, треплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. трпанный, βρ: -пан, -а, -оρ.δ.μ.1. τραβώ, κουνώ, τινάζω• σείω ελαφρά. || τραβώ•трепать за уши τραβώ από τα αυτιά•
трепать за волосы τραβώ από τα μαλλιά.
|| τραβώ δυνατά (γιαξέ-σχισμα). || χτυπώ δυνατά, μανιασμένα (για άνεμο, κύματα κ.τ.τ.).2. ταράζω, τρεμουλιάζω, παραδέρνω•его -лет малярия τον ταράζει η ελονοσία•
е -ла лихорадка την τάραζε ο μεγάλος πυρετός.
3. κουρελιάζω, καταρρακώνω• φθείρω, χαλνώ (για ενδύματα, υποδήματα).4. επαναλαβαίνω συχνά, υπενθυμίζω τακτικά, ανα-μασσώ, παλιλογώ, αναμηρυκάζω.5. μτφ. αερο-κοπανώ, αερολογώ, γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ.6. κοπανώ (λινάρι, καννάβι).1. ανεμίζω, κυματίζω.2. κουρελιάζω, καταρρακώνομαι, καταστρέφομαι, χαλνώ.3. τριγυρίζω, περιφέρομαι, στριφογυρίζω.4. (απλ.) αεροκοπανώ, αερολογώ, γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ.5. τραβιέμαι, κουνιέμαι, σείομαι.6. παραδέρνω. -
51 выходить
1. (о газе, воздухе и т.п.) φεύγω, εκρέω 2. (быть выпущенным, изданным) δημοσιεύομαι, εκδίδομαι 3. (из строя) χαλνώ, αχρηστεύομαι 4. (из употребления) βγαίνω (από την κυκλοφορία) 5. (из берегов) πλημμυρίζω 6. (на орбиту) εισέρχομαι/τοποθετούμαι (σε τροχιά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выходить
-
52 перемешивать
1. (соединять вместе что-л. разнородное, смешивать) αναμειγνύω, ανακατώνω 2. (чередовать с чем-л.) βάζω ανακατωτά 3. (перемещать, менять местами части чего-л.) αλλάζω τη σειρά/τάξη 4. (перепутывать, приводить в беспорядок) μπερδεύω, χαλώ/χαλνώ τη σειρά/τάξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перемешивать
-
53 разладить
(испортить) χαλνώ- станок βγάζω εκτός λειτουργίας το μηχάνημα, αχρηστεύω τη μηχανήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разладить
-
54 тухнуть
I.(портиться, загнивать) σαπίζω, χαλνώ/χαλώ.II.(гаснуть) σβήνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тухнуть
-
55 выветриваться
выветривать||ся1. (о запахе) ἐξαερίζομαι, ἐξατμίζομαι·2. перен (из памяти) ἐξαλείφομαι, σβύνομαι ἀπό τή μνήμη, ξεχνιέμαι, βγαίνω ἀπό τό νοῦ·3. геол. διαβρώνομαι, χαλνῶ ἀπ· τόν ἀέρα. -
56 занашивать
занашиватьнесов (одежду) παληώνω (ρούχα), χαλνῶ, τρίβω. -
57 звукоподражание
звукоподражаниес ἡ μίμηση ήχου/ κράσή слабое \звукоподражание ἡ κλονισμένη (или ἡ ἀδύνατη) ὑγεία· расстраивать \звукоподражание χαλνώ, καταστρέφω τήν ὑγεία· как ваше \звукоподражание? πῶς είστε; πῶς πάτε; (пью) за ваше \звукоподражаниеΙ (тост) (πίνω) στήν ὑγεία σας!· на \звукоподражание μέ τίς ὑγείες σας. -
58 изгадить
изгадитьсов, изгаживать несов разг1. (запачкать) λερώνω, μαγαρίζω, μουρνταρεύω, βρωμίζω·2. перен (испортить) διαφθείρω, χαλνώ. -
59 издергать
издерга||тьсов (привести в болезненно-нервное состояние) разг χαλνώ, ξεχαρβαλώνω:\издергатьть нервы σπάω τά νεϋρα. -
60 истаптывать
истаптыватьнесов1. καταπατώ, τσαλαπατώ·2. (обувь) разг χαλνώ, λυώνω.
См. также в других словарях:
χαλνώ — και χαλνάω βλ. χαλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλνώ — άω, Ν βλ. χαλώ … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
αποχαλώ — (I) κ. άω κ. χαλνώ, άω 1. χαλώ, καταστρέφω τελείως 2. καταστρέφομαι τελείως. (II) ἀποχαλῶ ( άω) (Α) χαλαρώνω κάτι … Dictionary of Greek
γερνώ — και γερνάω 1. συντελώ στο να γεράσει κάποιος («με γέρασαν τα βάσανα») 2. γίνομαι γέρος, μπαίνω στη γεροντική ηλικία 3. παροιμ. α) «ο λύκος κι αν εγέρασε, κι άλλαξε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε και τη βουλή του» για τις κακές έξεις… … Dictionary of Greek
καλνώ — καλώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλώ μεταπλασμένος ενεστ. κατά τα χαλνώ < χαλώ, γελνώ < γελώ] … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek