Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χαιρετώ

  • 1 χαιρετώ

    [хэрэто] р. приветствовать, здороваться, прощаться.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαιρετώ

  • 2 здороваться

    здороваться χαιρετώ, χαιρετίζω \здороваться за руку χαιρετώ με χειραψία
    * * *
    χαιρετώ, χαιρετίζω

    здоро́ваться за́ руку — χαιρετώ με χειραψία

    Русско-греческий словарь > здороваться

  • 3 здороваться

    ρ.δ. χαιρετώ, χαιρετίζω, χαιρετιέμαι•

    здороваться за руку χαιρετώ με χειραψία•

    кивком головы χαιρετώ με νεύμα του κεφαλιού.

    Большой русско-греческий словарь > здороваться

  • 4 кивать

    кивать, кивнуть 1) κάνω νεύμα, γνεύω 2) (здороваться) χαιρετώ
    * * *
    = кивнуть
    1) κάνω νεύμα, γνεύω
    2) ( здороваться) χαιρετώ

    Русско-греческий словарь > кивать

  • 5 кланяться

    кланяться 1) υποκλίνομαι χαιρετώ (приветствовать) 2): \кланятьсяйтесь ему от меня δώστε του τους χαιρετισμούς μου
    * * *
    1) υποκλίνομαι; χαιρετώ ( приветствовать)
    2)

    кла́няйтесь ему́ от меня́ — δώστε του τους χαιρετισμούς μου

    Русско-греческий словарь > кланяться

  • 6 приветствовать

    приветствовать χαιρετίζω, χαιρετώ· εγκρίνω (одобрять) громко \приветствовать προσφωνώ
    * * *
    χαιρετίζω, χαιρετώ; εγκρίνω ( одобрять)

    гро́мко приве́тствовать — προσφωνώ

    Русско-греческий словарь > приветствовать

  • 7 раскланиваться

    раскланиваться
    несов, раскланяться сов χαιρετώ, χαιρετίζω (при встрече)/ ἀποχαιρετώ, ἀποχαιρετίζω (распроститься):
    вежливо \раскланиваться χαιρετώ εὐγενικά.

    Русско-новогреческий словарь > раскланиваться

  • 8 приветствие

    ο χαιρετισμός, το χαιρέτισμα
    -овать χαιρετώ, χαιρετίζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приветствие

  • 9 кивать

    кивать
    несов
    1. (кому-л. в знак приветствия) γνέφω, χαιρετώ (μέ τό κεφάλι), χαιρετίζω μέ κίνηση τοῦ κεφαλιοῦ·
    2. (в знак согласия) κατανεύω·
    3. (на кого-либо, на что-л.) γνέφω (δείχνοντας κάποιον, κάτι).

    Русско-новогреческий словарь > кивать

  • 10 клаияться

    кла́ия||ться
    несов
    1. (здороваться) κάνω ὑπόκλιση, χαιρετώ·
    2. (кому-л. от кого-л.) στέλνω χαιρετίσματα·
    3. (просить униженно) παρακαλώ, ἐκλιπαρώ.

    Русско-новогреческий словарь > клаияться

  • 11 козырек

    козырек
    м τό γεϊσο[ν], τό κεραμίδι· ◊ брать под \козырек χαιρετώ στρατιωτικά.

    Русско-новогреческий словарь > козырек

  • 12 козырять

    козырять I
    несов
    1. карт. ρίχνω κόζι·
    2. (хвастать) разг παινεύομαι, καυχιέμαι, καυχῶμαι.
    козырять II
    несов (здороваться) разг χαιρετώ στρατιωτικά.

    Русско-новогреческий словарь > козырять

  • 13 отдавать

    отдавать
    несов
    1. (возвращать) ἐπιστρέφω, δίνω πίσω, παραδίδω, μεταδίδω·
    2. (уступать) δίνω, παραχωρώ, ἐκχωρώ·
    3. (посвящать) ἀφιερώνω, ἀφιερώ, δίδω, καταβάλλω:
    \отдавать все свой силы на... ἀφιερώνω ὅλες μου τίς δυνάμεις σέ...· \отдавать свою жизнь θυσιάζω τήν ζωήν μου· 4:
    (помещать) τοποθετώ, βάζω:
    \отдавать в школу τοποθετώ στό σχολείο·
    5. (об орудии) κλωτσώ, λακτίζω·
    6. мор.:
    \отдавать якорь ρίχνω τήν ἄγκυραν, ἀγκυροβολώ·
    7. (иметь привкус, запах) μυρίζω, ἀναδίδω:
    бочка отдает рыбой τό βαρέλι μυρίζει ψάρν ◊ \отдавать честь χαιρετώ, ἀποδίδω τιμήν \отдавать приказ δίνω διαταγή· \отдавать отчет συναισθάνομαι,. κατανοώ· \отдавать последний долг ἀποδίδω τάς τελευταίας τιμάς· \отдавать должное кому-л. ἀναγνωρίζω τήν ἀξία κάποιου· \отдавать под суд παραπέμπω σέ δίκη· \отдавать замуж παντρεύὠ \отдавать внаем ἐνοικιάζω, δίνω μέ τό νοίκι.

    Русско-новогреческий словарь > отдавать

  • 14 приветствовать

    приве́тств||овать
    несов χαιρετώ, χαιρετίζω / προσφωνώ (речью) / ἐπευφημώ (овацией).

    Русско-новогреческий словарь > приветствовать

  • 15 расшаркаться

    расшаркаться
    сов, расшаркиваться несов
    1. (раскланиваться) χαιρετώ·
    2. перен разг κάνω ὑπόκλιση, ὑποκλίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > расшаркаться

  • 16 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 17 рукопожатие

    рукопожа́т||ие
    с ἡ χειραψία:
    обменяться \рукопожатиеиями χαιρετώ μέ χειραψία, ἀνταλλάσσω χειραψία.

    Русско-новогреческий словарь > рукопожатие

  • 18 здороваться

    [ζνταρόβατσα]'ρ; χαιρετώ

    Русско-греческий новый словарь > здороваться

  • 19 кланяться

    [κλάνιτ'σγια] ρ. χαιρετώ

    Русско-греческий новый словарь > кланяться

  • 20 здороваться

    [ζνταρόβατσα]'ρ; χαιρετώ

    Русско-эллинский словарь > здороваться

См. также в других словарях:

  • χαιρετώ — και χαιρετάω βλ. χαιρετίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαιρετώ — χαιρετάω / χαιρετώ, χαιρέτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαιρετώ — άω, Ν 1. χαιρετίζω, απευθύνω χαιρετισμό σε κάποιον («να χαιρετάς την κλεφτουριά») 2. φρ. «χαιρέτα μου τον πλάτανο» α) λες ανοησίες ή ασυναρτησίες β) λέγεται σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης τών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. εχαιρέτισα τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • χαιρέτω — χαίρω rejoice pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακριβοχαιρετώ — χαιρετώ εγκάρδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + χαιρετώ] …   Dictionary of Greek

  • αποχαιρετίζω — κ. χαιρετώ (AM ἀποχαιρετίζω κ. χαιρετῶ, άω) 1. χαιρετώ κάποιον που φεύγει 2. χαιρετώ προκειμένου ν αναχωρήσω ή ν αποχωρήσω για ύπνο νεοελλ. 1. εγκαταλείπω ή χάνω κάτι για πάντα 2. χαιρετώ ή ασπάζομαι κάποιον νεκρό ή τον οποίο θεωρώ νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… …   Dictionary of Greek

  • αντιχαιρετίζω — κ. χαιρετώ ( άω) (Μ ἀντιχαιρετίζω) ανταποδίδω χαιρετισμό …   Dictionary of Greek

  • ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι …   Dictionary of Greek

  • αφήνω — και αφίνω Ι. (μτβ.) 1. παύω να κρατώ κάτι 2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου 3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ 4. αποχωρίζομαι κάποιον 5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου 6. σταματώ, παύω 7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες 8. (για… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοχαιρετώ — ( άω) και γλυκοχαιρετίζω χαιρετώ με τρυφερότητα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»