Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

χαίρ

  • 1 μεγιστον

        (τό) и μέγιστα (τά) adv.
        1) весьма, крайне, чрезвычайно, в высшей степени
        

    χαῖρ΄ ὡς μέγιστα Soph. — желаю тебе величайшего счастья;

        μ. ἔχθιστος Eur.ненавистнейший

        2) могущественно
        

    (μ. ἰσχύνειν στρατοῦ Soph.)

        3) важнее всего, главным образом
        

    (καὴ τὸ μ., τὸ δὲ μ. и μ. δέ Thuc.)

    Древнегреческо-русский словарь > μεγιστον

  • 2 χαίρω

    (αόρ. (ε)χάρηκα и εχάρην) 1. αμετ. радоваться, получать удовольствие; веселиться;

    χαίρω πολύ — очень рад (при знакомстве);

    χαίρ πολύ πού σε ξαναβλέπω — очень рад тебя снова видеть;

    2. μετ., αμετ. пользоваться (чём-л.); обладать (чём-л.);

    χαίρω καλής φήμης (της εμπιστοσύνης) — пользоваться хорошей репутацией (доверием);

    χαίρω άκρας υγείας — или χαίρω άκραν υγείαν — я абсолютно здоров;

    § χαίρε! (χαίρετε!) а) здравствуй(те)!; б) до свидания!; будь(те) здоров(ы)!;
    τό ύστατον χαίρε последнее прости;

    χαίρομαι

    1) см. χαίρω 1;

    2) быть довольным, радоваться, наслаждаться;

    χαίρομαι τη ζωή μου — наслаждаться жизнью;

    § να σε χαρώ очень прошу тебя;
    να χάρης τη ζωή σου я тебя умоляю, ради бога;

    να χαίρεσαι τ' όνομά σου ( — или την γιορτή σου) — желаю тебе долгих лет жизни;

    καλώς τα χαίρεστε! — а) приятного аппетита!; — б) приятно повеселиться!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χαίρω

  • 3 καλεσμένος

    [калэзмэнос] επ/ουσ приглашенный к ολημέρα
    [калимера] χαιρ добрый день.

    Эллино-русский словарь > καλεσμένος

  • 4 καληνύχτα

    [калинихта] χαιρ спокойной ночи.

    Эллино-русский словарь > καληνύχτα

  • 5 καλησπέρα

    [калиспера] χαιρ добрый вечер.

    Эллино-русский словарь > καλησπέρα

См. также в других словарях:

  • Χαῖρ' — Χαῖρι , Χαίρις masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαῖρ' — χαῖρε , χαίρω rejoice pres imperat act 2nd sg χαῖρε , χαίρω rejoice imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασπλήτις — δασπλῆτις ( ιδος), η (Α) τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ δασπλῆτις Έρινύς», «χαῑρ Έκάτα δασπλῆτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την ερμηνεία τής οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. είναι σύνθετη, τότε το β… …   Dictionary of Greek

  • σουνιέρακος — ὁ, Α (ως παρωδία τού σουνιάρατος) το γεράκι τού Σουνίου («ὦ Σουνιέρακε, χαῑρ ἄναξ Πελαργικέ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σούνιον + ἱέραξ, ακος «γεράκι»] …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Σπέε, Γκραφ φον- — Γερμανικό «θωρηκτό τσέπης», που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του ναύαρχου Σ. Στις αρχές του B’ Παγκόσμιου πόλεμου περιπολούσε στο Ν. Ατλαντικό όπου βύθισε εννέα αγγλικά πλοία συνολικού εκτοπίσματος 52.000 τόνων. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1939,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»