-
1 χανώ
-
2 χανῶ
-
3 χάνω
(αόρ. έχασα, παθ. αόρ. (ε)χάθηκα) 1. μετ.1) терять; утрачивать; лишаться (кого-чего-л.);χάν κάθε διάθεση να... — терять всякую охоту, желание...;
χάνω την υπομονή μου — терягь терпение;
χάνω την όράση — терять зрение;
χάνω τό χέρι μου — лишаться руки;
2) пропускать, упускать;χάνω τό τραίνο — опоздать на поезд, пропустить поезд;
χάνω (την) ευκαιρία — упу- скать случай;
2. μετ., αμετ. проиграть(ся); быть, остаться в проигрыше;χάνω (σ)τό παιγνίδι — проиграть, потерпеть поражение;
χάνω στα χαρτιά — проиграться в карты;
χάνω την δίκη — проигрывать процесс;
§ χάνω τα μυαλά μου — или τα χάνω — а) теряться, смущаться; — б) терять самообладание; — в) терять рассудок;
χάνω τα πασχαλιά μου — или χάνω τον μπούσουλα — совсем растеряться, не знать, что делать;
χάνω τα νερά μου — теряться, смущаться;
χάνω τα λογικά μου — терять голову;
χάνω τον καιρό μου — терять время;
χάνω τό έδαφος κάτω απ' τα πόδια μου — терять почву под ногами;
χάνω τό δρόμο — потерять дорогу, сбиться с пути;
χάνω τ'αΰγά και τα καλάθια — а) разориться в пух и прах; — б) ошалеть;
τον έχασα από τα μάτια μου я потерял его из виду;τί θα χάσω να... а что я теряю, если...;δεν χάνω τίποτε — нечего терять;
3. αμετ. терять, терпеть ущерб, проигрывать (на чём-л., от чего-л.);θα χάσεις, 6*ν δεν έρθεις ты много потеряешь, если не придёшь;1) — потеряться; — заблудиться;χάνομαι
2) исчезнуть, сгинуть; пропасть; погибнуть;πού χάθηκες; куда ты пропал?; χάσου! или να χαθείς! убирайся!, вон!;χάνομαι αδικα — или χάνομαι σε τιποτένιο πράγμα — пропасть ни за понюшку табаку;
χάθηκα! я пропал!;άς τον να χαθεί! пропади он пропадом!; 3) теряться, смущаться; 4) тревожиться, беспокоиться;μη χάνεσαι — не беспокойся
-
4 χάνω
χάσκωyawn: aor subj act 1st sg -
5 χάνω
[хано] р. терять, утрачивать, упускать (случай).Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χάνω
-
6 χάνω
[хано] ρ терять, утрачивать, упускать (случай). -
7 χάνω
губиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > χάνω
-
8 χάνω
1) aliéner2) manquer3) perdre -
9 χάνω
1) chybienie (n) rzecz.2) gubić czas.3) przegapić czas.4) przegrywać czas.5) stracić czas.6) zabłądzić czas.7) zgubić czas. -
10 χάνω
-
11 χάνω
1) lose2) miss3) muffΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χάνω
-
12 утратить
χάνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утратить
-
13 aliéner
χάνω -
14 manquer
χάνω -
15 perdre
χάνω -
16 chybět
χάνω -
17 chybit
χάνω -
18 netrefit
χάνω -
19 postrádat
χάνω -
20 pozbýt
χάνω
См. также в других словарях:
χάνω — χάνω, έχασα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… … Dictionary of Greek
χάνω — έχασα, χάθηκα, χαμένος, η, ο 1. παύω να έχω κάτι, το στερούμαι: Έχασα το ρολόι μου. 2. ζημιώνομαι, στερούμαι ευχαρίστηση: Έχασες που δεν ήρθες. 3. φρ., «Τα χάνω», σαστίζω. 4. παροιμ., «Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες τι ζητάτε;», για ανίσχυρους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χανώ — όω, Α (κυρίως μτφ.) καταστρέφω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού χαόω, ῶ (< χάος)] … Dictionary of Greek
χανῶ — χάσκω yawn fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάνω — χάσκω yawn aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδικοχάνω — χάνω άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + χάνω] … Dictionary of Greek
ξανθρωπίζω — χάνω την ανθρώπινη υπόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + άνθρωπος] … Dictionary of Greek
ξεθυμώνω — χάνω την οργή, τον θυμό μου, παύω να είμαι οργισμένος («θυμώνει εύκολα, μα την ίδια στιγμή ξεθυμώνει») … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
ἰχανῶ — ἰ̱χανῶ , ἰχανάω crave imperf ind mp 2nd sg ἰ̱χανῶ , ἰχανάω crave pres imperat mp 2nd sg ἰ̱χανῶ , ἰχανάω crave pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἰ̱χανῶ , ἰχανάω crave pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἰ̱χανῶ , ἰχανάω crave pres subj act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)