Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χάνομαι

  • 1 пропасть

    I.
    1. (потеряться, исчезнуть) χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος 2. (перестать появляться где-л.) χάνομαι, εξαφανίζομαι 3. (не вернуться, не давать ο себе знать) χάνομαι, εξαφανίζομαι, δε φαίνομαι 4. (перестать быть видимым{}слышимым{}) χάνομαι, δε φαίνομαι/ακούγομαι 5. (исчезнуть, утратиться) χάνομαι, εξαφανίζομαι. II.
    (крутой, глубокий обрыв) το βάραθρο, ο γκρεμός, το χάσμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропасть

  • 2 пропасть

    θ.
    1. βάραθρο• άβυσσος• χάσμα•

    бездонная пропасть απύθμενο χάσμα άβυσσος.

    || γκρεμός, κρημνός•

    быть на краю -и είμαι στην άκρη (στο χείλος) του γκρεμού.

    2. μτφ. αγεφύρωτο χάσμα (το ασυμβίβαστο απόψεων, διαφορών κ.τ.τ.).
    3. πλήθος μεγάλο• μελίσσι, εσμός• τεράστια ποσότητα.• σωρός•

    пропасть народа μεγάλη πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα, ανθρωποθάλασσα.• у него пропасть врагов αυτός έχει ένα σωρό εχθρούς•

    в комнате была пропасть муссору στο δωμάτιο ήταν σωρός τα σκουπίδια.

    4. επιφ. να παρ η οργή! αθεόφοβε! χαμένο κορμί.
    εκφρ.
    пропасть и нет – δε θα χαθείς, δε θα σκοτωθείς ή δε θα πέσεις από το γκρεμό.
    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. пропал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пропавший ρ. σ.
    1. χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, εκλείπω•

    -ло письмо χάθηκε το γράμμα•

    у меня -ла собака έχασα το σκυλί•

    всё -ло όλα χάθηκαν, το παν χάθηκε.

    2. κρύβομαι• δε φαίνομαι ή δεν ακούομαι•

    -ли горы χάθηκαν τα βουνά•

    голоса -ли вдали οι φωνές χάθηκαν(έσβησαν) μακριά.

    || αργώ να επιστρέψω•

    он ушл и -ал на неделю αυτός έφυγε και χάθηκε για μια βδομάδα•

    где ты -ал? που χάθηκες; τι έγινες; που ήσουν;

    3. καταστρέφομαι•

    цветы -ли от мороза τα λουλούδια καταστράφηκαν από τον πάγο.

    || φονεύομαι, σκοτώνομαι, χάνομαι•

    сын его -ал в войне το παιδί του χάθηκε στον πόλεμο.

    4. παραμένω ανώφελος, άκαρπος•

    -дут мой труды θα πάνε χαμένες οι εργασίες μου (οι κόποι μου).

    εκφρ.
    пропасть даром (попусту) – χάνομαι άδικα.• пиши -ло πες πως χάθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > пропасть

  • 3 гибнуть

    гибнуть καταστρέφομαι χάνομαι (исчезнуть)
    * * *
    καταστρέφομαί; χάνομαι ( исчезнуть)

    Русско-греческий словарь > гибнуть

  • 4 исчезать

    исчезать, исчезнуть χάνομαι εξαφανίζομαι (тж. из виду)
    * * *
    = исчезнуть
    χάνομαι; εξαφανίζομαι (тж. из виду)

    Русско-греческий словарь > исчезать

  • 5 погибать

    погибать, погибнуть καταστρέφομαι, χάνομαι
    * * *
    = погибнуть
    καταστρέφομαι, χάνομαι

    Русско-греческий словарь > погибать

  • 6 потеряться

    потеряться χάνομαι· εξαφανίζομαι (исчезнуть)
    * * *
    χάνομαι; εξαφανίζομαι ( исчезнуть)

    Русско-греческий словарь > потеряться

  • 7 пропасть

    I пропасть ж το χάσμα, ο γκρεμός II пропасть χάνομαι· εξαφανίζομαι (исчезнуть)
    * * *
    I пр`опасть
    ж
    το χάσμα, ο γκρεμός
    II проп`асть
    χάνομαι; εξαφανίζομαι ( исчезнуть)

    Русско-греческий словарь > пропасть

  • 8 затеряться

    затерять||ся
    1. χάνομαί
    2. перен ἐξαφανίζομαι, χάνομαι:
    \затерятьсяся в толпе ἐξαφανίζομαι μέσα στό πλήθος.

    Русско-новогреческий словарь > затеряться

  • 9 вывести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•

    вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•

    вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.

    || αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.
    2. βγάζω έξω οδηγώντας•

    вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.

    || μετοικίζω•

    вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.

    3. βγάζω από μια κατάσταση•

    вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.

    4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).
    5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•

    вывести цыплят βγάζω πουλάκια.

    6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•

    вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.

    7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.
    8. εξαλείφω, καθαρίζω•

    вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.

    || εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•

    вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•

    вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.

    9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•

    вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.

    10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).
    εκφρ.
    вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•
    вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•
    вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•
    вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•
    вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•
    вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.
    1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•

    знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.

    || βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•

    -лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•

    -лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.

    || καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•

    -лось пятно βγήκε ο λεκές.

    3. εκκολάπτομαι•

    птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.

    Большой русско-греческий словарь > вывести

  • 10 гибнуть

    ρ.δ., παρλθ. χρ. гиб, -ла, -ло; χάνομαι, καταστρέφομαι, λοθρεύομαι, εξοντώνομαι, ύαι, χάνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > гибнуть

  • 11 затерять

    -яю, -яешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затерянный, βρ: -рян, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    χάνω•

    я -ял ключ έχασα το κλειδί.

    1. χάνομαι,• письмо -лось το γράμμα χάθηκε.
    2. μτφ. εξαφανίζομαι•

    затерять в толпе χάνομαι, στο πλήθος.

    Большой русско-греческий словарь > затерять

  • 12 исчезнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. исчез, -ла, -ло
    ρ.σ. αμ.
    εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, αόρατος• εκλείπω, χάνομαι• σβήνω• αποχωρώ απαρατήρητα, διαφεύγω, υπεκφεύγω•

    из виду χάνομαι από τα μάτια, γίνομαι άφαντος•

    эти слова -ли у меня из памяти αυτές οι λέξεις έσβησαν από τη μνήμη μου•

    всё исчезло как тень όλα χάθηκαν σαν σκιά ή έγιναν καπνός•

    он исчез в толпе αυτός χάθηκε στο πλήθος.

    Большой русско-греческий словарь > исчезнуть

  • 13 кануть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.
    1. παλ. σταλάζω, στάζω. || βυθίζομαι.
    2. μτφ. εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, χάνομαι•

    кануть в прошлое χάνομαι βαθιά στο παρελθόν•

    кануть в вечность εξαφανίζομαι για πάντα•

    как в воду кануть ανοίγει η γη και με καταπίνει, εξαφανίζομαι χωρίς να αφήσω κανένα ίχνος ζωής.

    Большой русско-греческий словарь > кануть

  • 14 погаснуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. погас
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. σβήνω•

    папироса -ла το τσιγάρο έσβησε•

    лампа -ла η λάμπα έσβησε.

    2. εξασθενίζω, χάνομαι•

    взор погас η ζωηρότητα του βλέμματος έσβησε•

    -ул день έσβησε η μέρα (σουρούπωσε).

    || μτφ. εξαφανίζομαι, χάνομαι•

    -ли мой мысли έσβησαν οι σκέψεις μου.

    3. μτφ. φθίνω, λιώνω•, αργοπεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > погаснуть

  • 15 терять

    -яю, -яешь
    ρ.δ.μ.
    1. χάνω•

    терять ключи χάνω τα κλειδιά•

    терять паспорт χάνω την ταυτότητα.

    || ξεφεύγω, μπερδεύω•

    терять дорогу χάνω το δρόμο.

    2. στερούμαι•

    терять зрение χάνω την όραση•

    терять равновесие χάνω την ισορροπία•терять терпение χάνω την υπομονή.

    || (για θάνατο) χάνω•

    терять отца χάνω τον πατέρα.

    3. ζημιώνω•

    вы на этом -ете пятьсот рублей εσείς εδώ χάνετε πεντακόσια ρούβλια.

    4. σπαταλώ.
    εκφρ.
    терять голову – χάνω το κεφάλι (δεν ξέρω τιναπράξω)•
    нечего терять – δεν έχω να χάσω τίποτε.
    1. χάνομαι•

    часто вещи у меня -ются συχνά τα πράγματα μου χάνονται.

    2. εξαφανίζομαι•

    терять в толпе χάνομαι στο πλήθος.

    || εξασθενίζω•

    память в старости -яется η μνήμη στα γεράματα χάνεται.

    || τα χάνω, παραφρονώ, σαστίζω, δεν ξέρω τι να κάνω.

    Большой русско-греческий словарь > терять

  • 16 тонуть

    тону, тонешь, μτχ. ενστ. тонущий
    ρ.δ.
    1. βυθίζομαι• βουλιάζω•

    железо -нет в воде το σίδερο βυθίζεται στο νερό•

    дерево не -нет в воде το ξύλο δε βυθίζεται στο νερό.

    || πνίγομαι•

    тонуть в море, в реке πνίγομαι στη θάλασσα, στο ποτάμι.

    2. βουλιάζω•

    тонуть в грязи βουλιάζω στη λάσπη.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    тонуть в темноте χάνομαι στο σκοτάδι.

    εκφρ.
    тонуть в крови – α) πνίγομαι στο αίμα (είμαι αιμόφυρτος ή καταστέλλω με αιματοχυσία), β) γίνεται αιματοχυσία, αιματοκύλισμα.

    Большой русско-греческий словарь > тонуть

  • 17 исчезание

    η εξαφάνιση
    -ть εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исчезание

  • 18 деть

    деть разг. βάζω, τοποθετώ, χώνω куда ты дел мой карандаш? πού έχωσες το μολύβι μου; \деться (затеряться) χάνομαι; куда он делся? πού χάθηκε;
    * * *
    разг.
    βάζω, τοποθετώ, χώνω

    куда́ ты дел мой каранда́ш? — πού έχωσες το μολύβι μου

    Русско-греческий словарь > деть

  • 19 деться

    ( затеряться) χάνομαι

    куда́ он де́лся? — πού χάθηκε

    Русско-греческий словарь > деться

  • 20 бесследно

    бесследно
    нареч χωρίς ἰχνη:
    пропасть \бесследно χάνομαι χωρίς ν'ἀφήσω ἰχνη.

    Русско-новогреческий словарь > бесследно

См. также в других словарях:

  • χάνομαι — χάνομαι, χάθηκα, χαμένος βλ. πίν. 2 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χάνομαι — Ν βλ. χάνω …   Dictionary of Greek

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

  • έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 …   Dictionary of Greek

  • αμόντε — επίρρ. 1. μάταια, εις μάτην 2. φρ. «πηγαίνω αμόντε», καταστρέφομαι, χάνομαι «πάμε αμόντε», λέγεται από τους χαρτοπαίκτες, όταν ακυρώνουν το πρώτο μοίρασμα τών χαρτιών και τά μοιράζουν εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. a monte] …   Dictionary of Greek

  • αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • ανεμίζω — (Μ ἀνεμίζω) Ι. ενεργ. σείω κάτι στον άνεμο, κινώ στον αέρα νεοελλ. 1. (για σιτάρι, σταφίδα κ.λπ.) ρίχνω ψηλά ώστε με τη βοήθεια του ανέμου να απαλλαγεί από τις ελαφρότερες ξένες ύλες, λιχνίζω 2. (αμτβ.) (για ύφασμα ή άλλο ελαφρό υλικό) σείομαι… …   Dictionary of Greek

  • απορρέω — (AM ἀπορρέω) [ρέω] νεοελλ. μτφ. 1. προέρχομαι, πηγάζω από κάτι 2. προκύπτω, συνάγομαι αρχ. μσν. απομακρύνομαι, ξεκόβω από κάποιον μσν. περνώ, φεύγω αρχ. 1. αποπίπτω, πέφτω καταγής 2. φθείρομαι, χάνομαι 3. διαλύω το στρατόπεδο και αποχωρώ …   Dictionary of Greek

  • αποσβήνω — (AM ἀποσβεννύω, Α κ. σβέννυμι) 1. εξαφανίζομαι 2. σβήνω εντελώς νεοελλ. (για χρέη) εξοφλώ αρχ. Ι. 1. (για φωτιά) σβήνω τελείως 2. εξαλείφω II. ( υμαι) 1. εκλείπω, στειρεύω, σταματώ 2. εξασθενώ, εξαντλούμαι 3. αφανίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω …   Dictionary of Greek

  • αποφθείρω — (AM ἀποφθείρω) καταστρέφω εντελώς αρχ. 1. χάνομαι, καταστρέφομαι 2. (για εγκύους) αποβάλλω 3. ξεκουμπίζομαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»