Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

χάνομαι+εξαφανίζομαι

  • 41 исчезать

    исчез||а́ть
    несов ἐξαφανίζομαι, γίνομαι ἄφαντος, χάνομαι, ἐκλείπω.

    Русско-новогреческий словарь > исчезать

  • 42 провалиться

    провалить||ся
    1. см. проваливаться·
    2. перен (пропасть, исчезнуть) разг ἐξαφανίζομαι, χάνομαι:
    Дело провалилось ἡ ὑπόθεση ἀπέτυχε· куда ты провалился? πού χάθηκες;· как сквозь землю провалился σάν νά τόν κατάπιε ἡ γή· ◊ он готов был сквозь землю \провалитьсяся θά ήθελε νά τόν καταπιεί ἡ γή.

    Русско-новогреческий словарь > провалиться

  • 43 пропадать

    пропада́||ть
    несов в разн. знач. χάνομαι, γίνομαι ἄφαντος / ἐξαφανίζομαι (исчезать)! σβήνω (о чувствах и т. п.):
    у меня \пропадатьет охо́та говорить с ви́ми χάνω κάθε διάθεση νά μιλώ μαζί σας· где ты \пропадатьешь? ποῦ χάθηκες;· все мой труды \пропадатьют даром ὅλοι οἱ κόποι μου πάνε χαμένοι.

    Русско-новогреческий словарь > пропадать

  • 44 сгинуть

    сгинуть
    сов разг ἐξαφανίζομαι, χάνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > сгинуть

  • 45 теряться

    терять||ся
    1. χάνομαι:
    тропинка терялась в лесу́ τό μονοπάτι χάνονταν μέσα στό δάσος· \терятьсяся в толпе́ ἐξαφανίζομαι μέσα στό πλήθος·
    2. (терять самообладание) σαστίζω, τά χάνω:
    \терятьсяся в опасности τά χάνω μπροστά στον κίνδυνο· ◊ \терятьсяся в догадках, предположениях πελαγώνω σέ είκασίες.

    Русско-новогреческий словарь > теряться

  • 46 выключить

    -чу, -чишь ρ.σ.μ.
    1. αποκλείω, δε συμπεριλαβαίνω•

    выключить из списка δε συμπεριλαβαίνω στον κατάλογο•

    выключить из игры αποκλείω από το παιγνίδι.

    || παλ. αποβάλλω, διώχνω•

    выключить из гимназии αποβάλλω από το γυμνάσιο.

    2. διακόπτω, αποσυνδέω, σταματώ, σβήνω•

    выключить свет σβήνω το φως•

    выключить радио σβήνω το ράδιο•

    выключить телефон αποσυνδέω το τηλέφωνο•

    выключить мотор σταματώ το μοτέρ.

    1. εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνομαι.
    2. διακόπτομαι, κόβομαι, αποσυνδέομαι•

    свет -лся το φως κόπηκε.

    Большой русско-греческий словарь > выключить

  • 47 дегенерировать

    -рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.
    1. εκφυλίζομαι.
    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι, καταστρέφομαι, σβήνω.

    Большой русско-греческий словарь > дегенерировать

  • 48 деть

    дену, денешь; προστκ. день (χρησιμοποιείται με τα επίρ. „куда", „некуда").
    1. βάζω, τοποθετώ (έτσι που δύσκολα μπορεί να βρεθεί)•

    куда я дел авторучку? που έβαλα το στυλό;•

    он не знает куда деть свой деньги αυτός δεν ξέρει που να κρύψει τα χρήματα του.

    2. ταχτοποιώ, βολεύω, βάζω αε θέση. || διαθέτω.
    εκφρ.
    деть некуда – δε χωρά άλλο (για μεγάλη ποσότητα)•
    этого никуда не -нешь – αυτό δε θα σου περάσει πουθενά, μ' αυτό δε ξεγελάς κανένα•
    не знать куда глаза деть – δεν έχω που να κρύψω το πρόσωπο μου (από ντροπή)•
    не знать куда деть себя – δεν ξέρω τι να κάνω, που να τα βολέψω.
    1. εξαφανίζομαι, χάνομαι• κρύβομαι•

    куда -лся карандаш? τι ε'γινε (που πήγε) το μολύβι;•

    куда он делся? τι έγινε αυτός; που είναι τος;•

    2. βρίσκω κατάλυμα, διαμένω, κονεύω.

    Большой русско-греческий словарь > деть

  • 49 запропасть

    -аду, -адешь, παρλθ. χρ. запропал, -ла, -ло
    ρ.σ. (απλ.) εξαφανίζομαι, χάνομαι,• опять ты -дешь целый день πάλι. θα λείψει,ς όλη τη μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > запропасть

  • 50 отлететь

    -лечу, -летишь ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ πετώντας, πετώ, αφίπταμαι•

    ласточки -ли τα χελιδόνια έφυγαν (αποδήμησαν), са-молт -л το αεροπλάνο πέταξε.

    || εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνω•

    -ла молодость πάνε (έφυγαν) τα νιάτα•

    -ла от не улыбка έσβησε το χαμόγελο της.

    2. αναπηδώ, ανατινάζομαι, τίτ-νάζομαι, πετιέμαι πίσω•

    мяч -л от стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε προς τα πίσω.

    3. αποσπώμαι, πετιέμαι πέρα ξεκολλώ•

    подошва -ла η σόλα βγήκε•

    пуговицы -ли τα κουμπιά (από το τέντωμα) πετάχτηκαν πέρα.

    || απομακρύνομαι• αφίπταμαι.

    Большой русско-греческий словарь > отлететь

  • 51 провалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γκρεμίζω•

    провалить потолок γκρεμίζω την οροφή•

    на половину μισογκρεμίζω.

    2. μτφ. οδηγώ σε αποτυχία, χαλνώ•

    провалить всё дело χαλνώ όλη την υπόθεση.

    || σπαραλιάζω, εξουδετερώνω (γιαπα• ράνομη οργάνωση, παράνομους). || απορρίπτω, δε δέχομαι αποποιούμαι•

    провалить предложение απορρίπτω πρόταση.

    || απορρίπτω μαθητή (στις εξετάσεις).
    3. (απλ.) κινούμαι (κατά μάζες)•

    тучи -ли на восток τα σύννεφα κινήθηκαν κατά την ανατολή.

    1. πέφτω•

    провалить в яму πέφτω στο λάκκο.

    2. γκρεμίζομαι καταρρέω. || σπάζω από το βάρος. || χαλνώ, στραβώνω. || βαθουλώνω, γίνομαι βαθουλός (για μάτια, μάγουλα).
    3. μτφ. αποτυχαίνω πλήρως, ναυαγώ•

    планы -лись τα σχέδια ναυάγησαν.

    || εξουδετερώνομαι σπαραλιάζω (για παράνομες οργανώσεις, παράνομους). || απορρίπτομαι (στις εξετάσεις).
    4. εξαφανίζομαι, χάνομαι, γίνομαι άφαντος εξατμίζομαι.
    5. προστκ. απλ. -ись, -литесь ξεκουμπίσου, -στήτε, γκρεμίσου, -στήτε.
    εκφρ.
    как (точно) сквозь землю -лся – σα να τον κατάπιε η γη (εξαφανίστηκε χωρίς αφήσει ίχνη)•
    -лись я!; провалить на этом (самом) месте! – (απλ.) να πεθάνω εδώ αυτή τη στιγμή! να μην προφτάσω να πάω στο σπίτι! (όρκος).

    Большой русско-греческий словарь > провалить

  • 52 сгинуть

    ρ.σ. εξαφανίζω, κάνω άφαντον, α-ρατίζω.
    εξαφανίζομαι, χάνομαι, αρα-τίζομαι. || (απλ.) πεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > сгинуть

  • 53 слететь

    слечу, слетишь
    ρ.σ.
    1. κατέρχομαι πετώντας• κάθομαι•

    птица -ла на ветку το πουλάκι κάθισε στο κλαδί.

    || επέρχομαι, επιπίπτω.
    2. (ανα)πετώ. || μτφ. εξαφανίζομαι, χάνομαι.
    3. κατεβαίνω• τρέχω• πηδώ γρήγορα.
    4. πέφτω• ξεκόβομαι• παρασύρομαι. || μτφ. διώχνομαι, απολύομαι.
    5. εκστομίζόμαι.
    συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > слететь

  • 54 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

  • 55 соскочить

    -очу, -очишь ρ.σ.
    1. πηδώ•

    соскочить с лошади πηδώ κάτω από το άλογο•

    αναπηδώ, πετάγομαι επάνω.
    2. αποσπώμαι, βγαίνω, πέφτω.
    3. μτφ. εξαφανίζομαι, χάνομαι (για αισθήματα, κατάσταση).

    Большой русско-греческий словарь > соскочить

  • 56 улетучиться

    -чусь, -чишься
    ρ.σ.
    1. εξατμίζομαι• εξαερώνομαι. || μτφ. εξαφανίζομαι, χάνομαι.
    2. (απλ.) φεύγω, απέρχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > улетучиться

  • 57 улыбнуться

    ρ.σ.
    1. βλ. улыбаться.
    2. μτφ. (απλ.) εξαφανίζομαι, χάνομαι•

    вещи -лись τα πράγματα εξαφανίστηκαν.

    || φτάνω, επαρκώ•

    пятьдесять рублей в месяц не -утся πενήντα ρούβλια το μήνα δε θα επαρκέσουν.

    Большой русско-греческий словарь > улыбнуться

  • 58 умереть

    умру, умршь, παρλθ. χρ. умер
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. умерший
    ρ.σ.
    1. πεθαίνω, αποθνήσκω, αποβιώ• τελευτώ πέφτω•

    умереть он умер два года тому назад αυτός πέθανε πριν δυο χρόνια•

    они -ли за родину αυτοί πέθαναν (έπεσαν) για την πατρίδα.

    2. μτφ. εξαφανίζομαι, σβήνω, χάνομαι•

    дело наших отцов никогда не -т το έργο των πατέρων μας ποτέ δε θα πεθάνει (είναι αθάνατο).

    εκφρ.
    хоть умри – πάσει θυσία, και με θάνατο ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > умереть

  • 59 уничтожить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уничтоженный, βρ: -жен, -а, -о.
    ρ.σ.μ.
    1. καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω,αφανίζω•, уничтожить насекомых-вредителей καταστρέφω τα βλαβερά έντομα•

    уничтожить крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους•

    уничтожить врага εξοντώνω τον εχθρό.

    || καταργώ• διαλύω• καταστέλλω• εξαλείφω• καταλύω•

    турки -ли византийскую империю οι Τούρκοι κατέλυσαν τη βυζαντινή αυτοκρατορία•

    уничтожить безработицу εξαλείφω την ανεργία•

    уничтожить мятеж καταστέλλω την εξέγερση.

    || ακυρώνω•

    уничтожить закон καταργώ νόμο•

    уничтожить обычай καταργώ συνήθεια (έθιμο).

    || μτφ. διαλύω•

    уничтожить последнюю надежду διαλύω και την τελευταία ελπίδα•

    уничтожить все сомнения διαλύω όλες τις αμφιβολίες.

    2. καταπίνω• καταβροχθίζω.
    3. μτφ. εξουθενώνω, ταπεινώνω, ξευτελίζω• συντρίβω.
    1. καταστρέφομαι, εξοντώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > уничтожить

  • 60 ухнуть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.
    1. φωνάζω ωχ (από πόνο, κούραση κ.τ.τ. ή και σαν παροτρυντικό) φωνάζω ομαδικά. || (για γλαυκιδή) κουκου-βαΐζω.
    2. ηχώ δυνατά, κροτώ, βροντώ. || χτυπώ με δυνατό κρότο.
    3. (απλ.) πέφτω, γκρεμίζομαι. || μτφ. χάνομαι ξαφνικά, εξαφανίζομαι.
    4. μ. (απλ.) χάνω, μου ξεφεύγει, μου πέφτει, αφήνω να μου πέσει. || μτφ. ξοδεύω, χαλνώ, βτζαταλίύ.
    πέφτω με κρότο, γκρεμίζομαι»

    Большой русско-греческий словарь > ухнуть

См. также в других словарях:

  • απόλλυμι — ἀπόλλυμι κ. ύω κ. ἀπόλλω (AM) [όλλυμι] Ι. 1. καταστρέφω, αχρηστεύω, ερημώνω 2. εξολοθρεύω, σκοτώνω 3. ενοχλώ μέχρι θανάτου, οδηγώ κάποιον σε αδιέξοδο με τα λόγια μου 4. διαφθείρω (γυναίκα) 5. χάνω II. ( μαι) 1. αφανίζομαι, καταστρέφομαι 2.… …   Dictionary of Greek

  • βύθος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… …   Dictionary of Greek

  • εκπέτομαι — ἐκπέτομαι και ἐκπέταμαι (Α) 1. πετώ και φεύγω 2. απομακρύνομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι 3. φρ. «ἐκπέτομαι περί τι ή τινά» πετώ γύρω γύρω …   Dictionary of Greek

  • εξαποπέτομαι — ἐξαποπέτομαι (Μ) 1. πετώ μακριά, απομακρύνομαι από κάτι ή από κάποιον 2. μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι …   Dictionary of Greek

  • τουρκεύω — Ν [Τούρκος] 1. γίνομαι Τούρκος, ασπάζομαι τον μωαμεθανισμό, εξισλαμίζομαι, εκτουρκίζομαι 2. (μτβ.) εξαναγκάζω κάποιον να προσχωρήσει στον μωαμεθανισμό, εξισλαμίζω 3. (για χώρα ή πόλη) κυριεύομαι από τους Τούρκους 4. μτφ. α) θυμώνω πολύ, γίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

  • συναποπέτομαι — ΜΑ μτφ. εξαφανίζομαι, χάνομαι μαζί με κάποιον αρχ. πετώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποπέτομαι «πετώ πάνω, μακριά, πετώ και εξαφανίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 …   Dictionary of Greek

  • αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • ανεμίζω — (Μ ἀνεμίζω) Ι. ενεργ. σείω κάτι στον άνεμο, κινώ στον αέρα νεοελλ. 1. (για σιτάρι, σταφίδα κ.λπ.) ρίχνω ψηλά ώστε με τη βοήθεια του ανέμου να απαλλαγεί από τις ελαφρότερες ξένες ύλες, λιχνίζω 2. (αμτβ.) (για ύφασμα ή άλλο ελαφρό υλικό) σείομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»