Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

χάνομαι+εξαφανίζομαι

  • 21 развеять

    -вею, -веешь
    ρ.σ.μ.
    (για άνεμο, φύσημα).
    1. παρασύρω, (δια)σκορπίζω• ανεμοσκορπίζω•

    ветром -ло пыль ο αέρας παρέσυρε τη σκόνη•

    ветер -ял облака ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.

    || μτφ. καταστρέφω, εξαφανίζω•

    развеять в прах κάνω στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    2. ανεμίζω•

    ветер -ял флаги, волосы ο αέρας ανέμισε τις σημαίες, τα μαλλιά.

    1. παρασύρομαι, (δια)σκορπίζομαι (από τον άνεμο).
    2. μτφ. καταστρέφομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι• εξανεμίζομαι• σβήνω.
    3. ανεμίζω•

    волосы -лись τα μαλλιά ανέμισαν.

    Большой русско-греческий словарь > развеять

  • 22 разойтись

    разойдусь, разойдёшься, παρλθ. χρ. разошлся
    -шлась, -щлось, μτχ. παρλθ. χρ. разошедшийся,
    επιρ. μτχ. разойдясь κ. παλ. разошедшись ρ.σ.
    1. φεύγω (προς διάφορες κατευθύνσεις)•

    гости -лись οι φιλοξενούμενοι έφυγαν (ο καθένας για τον προορ ισμό του).

    2. σκορπίζω, -ομαι,• διαλύομαι•

    тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν•

    толпа -лась το πλήθος διαλύθηκε.

    || ρευστοποιούμαι, λιώνω•

    сахар -елся в чае η ζάχαρη έλιωσε στο τσάι.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    морщины -лись οι ρυτίδες χάθηκαν.

    3. (απο) χωρίζομαι. || αναμερώ, κάνω μέρος να περάσει.
    4. χωρίζω•

    он -елся со своим отцом αυτός χώρισε από τον πατέρα του•

    она -лась со своим мужем αυτή χώρησε με τον άντρα της.

    || διαφωνώ, ετερο-γνωμώ, ετεροφρονώ, διίσταμαι.
    5. χωρίζομαι•

    дорога -лась ο δρόμος διχάστηκε.

    || αποκλίνω•

    мнения -лись οι γνώμες διχάστηκαν.

    6. αποσπώμαι, αποσυνδέομαι, ανοίγομαι, παρουσιάζω κενά, χάσματα.
    7. γίνομαι ανάρπαστος, πουλιέμαι τάχιστα. || (για χρήματα) ξοδεύομαι, δαπανώμαι,
    8. διαδίδομαι (για ειδήσεις, φήμες κ.τ.τ.).
    9. αναπτύσσω μεγάλη ταχύτητα. || δυναμώνω•

    дождь -елся η βροχή δυνάμωσε.

    10. μτφ. εξάπτομαι, παραπαίρνομαι, αψώνω, με πιάνουν τα μπουρίνια.

    Большой русско-греческий словарь > разойтись

  • 23 растворить

    -орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растворенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ. ανοίγω διάπλατα•

    растворить ворота ανοίγω την πύλη•

    растворить циркуль ανοίγω το διαβήτη•

    растворить ножницы ανοίγω το ψαλίδι.

    ανοίγομαι.
    -орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растворенный, βρ: -рен, -рена,
    ρ.σ.μ.
    1. растворить известь в воде διαλύω ασβέστη στο νερό.
    2. ζυμώνω, φτιάχνω ζυμάρι.
    1. διαλύομαι•

    сахар -лся в воде η ζάχαρη έλιωσε στο νερό.

    || ζυμώνομαι• πολτοποιούμαι.
    2. μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι• εκλείπω σβήνω•

    всё -лось в темноте όλα χάθηκαν στο σκοτάδι•

    горе -лось в общей радости η στενοχώρια πέρασε μέσα στη γενική χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > растворить

  • 24 рухнуть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.
    1. γκρεμίζομαι, πέφτω καταρρέω• σωριάζομαι•

    мост -ул η γέφυρα έπεσε•

    дом -ул το σπίτι κατέρρευσε.

    2. μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι, διαλύομαι•

    планы -ли τα σχέδια πήγαν χαμένα•

    надежды -ли οι ελπίδες φυλλορρόησαν.

    πέφτω, σωριάζομαι (για άνθρωπο).

    Большой русско-греческий словарь > рухнуть

  • 25 сбежать

    сбегу, сбежишь, сбегут ρ. σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω.
    2. ρέω, τρέχω• κυλώ•

    слеза -ла по щеке δάκρυ κύλισε στο μάγουλο.

    || φεύγω, λιώνω, σηκώνομαι•

    -ал снег σηκώθηκε το χιόνι.

    || βγαίνω, φεύγω• ξεβάφω, αποχρωματίζομαι•

    краска -ла βγήκε η μπογιά.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    улыбка -ла χάθηκε το χαμόγελο.

    3. ξεχειλίζω, χύνομαι (κατά το βράσιμο)•

    молоко -ло χύθηκε το γάλα (από το σκεύος).

    4. δραπετεύω•

    сбежать из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || φεύγω, το σκάζω•

    сбежать с уроков το σκάζω από τα μαθήματα.

    1. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι• συρρέω.
    2. παλ. συναντιέμαιτρέχοντας • συνωθούμαι τρέχοντας.

    Большой русско-греческий словарь > сбежать

  • 26 сойти

    сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•

    сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.

    2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.
    3. βγαίνω, εξέρχομαι•

    сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.

    4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•

    сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•

    сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•

    поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•

    шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.

    5. λιώνω•

    снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•

    краска сойтишла η μπογιά βγήκε•

    ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).

    || (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.
    6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•

    всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.

    || περνώ, γίνομαι δεκτός•

    надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.

    || απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.
    7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.
    εκφρ.
    сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).
    1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.
    2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.
    3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.
    4. ταιριάζω• συμπίπτω•

    сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•

    не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•

    показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•

    наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.

    5. συμφωνώ•

    сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.

    6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•

    дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > сойти

  • 27 соскользнуть

    -ну, -ншь
    ρ.σ.
    1. (ξε)γλιστρώ, (εξ)ολισθαίνω.
    2. μτφ. (για αισθήματα, κατάσταση) χάνομαι, εξαφανίζομαι, περνώ, απαρατήρητα.
    3. μτφ. μετέρχομαι, μεταπίπτω.

    Большой русско-греческий словарь > соскользнуть

  • 28 схлынуть

    -нет
    ρ.σ.
    (για μεγάλη μάζα)• χύνομαι, ρέω• γυρίζω πίσω ορμητικά•

    волна -ла с берега το κύμα γύρισε ορμητικά από την ακτή.

    || μτφ. κινούμαι βίαια, εσπευσμένα, ορμητικά (για λαϊκές μάζες). || μτφ. αδυνατίζω, εξασθενίζω• ξεπέφτω• χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    страх мгновенно -ул ο φόβος στη στιγμή πέρασε.

    Большой русско-греческий словарь > схлынуть

  • 29 таять

    таю, таешь
    ρ.δ.
    1. λιώνω, τήκομαυ•

    -ют снега λιώνουν τα χιόνια•

    воск -ет το κηρί λιώνει.

    2. καίγομαι, τελειώνω, σώνομαι (για σπερματσέτο). || μτφ. αδυνατίζω, φθίνω, ισχναίνω.
    3. μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι• διαλύομαι•

    облако -ет το σύννεφο χάνεται•

    туман -βΤ η ομίχλη διαλύεται•

    звуки -ют οι ήχοι χάνονται.

    || ελαττώνομαι, λιγοστεύω, σώνομαι•

    деньги -ют τα χρήματα τελειώνουν.

    4. μτφ. μαραίνομαι, μαραζώνω•

    таять от лгобви μαραίνομαι από αγάπη.

    εκφρ.
    так и -ет во рту – λιώνει (διαλύεται) στο στόμα.

    Большой русско-греческий словарь > таять

  • 30 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 31 унести

    унесу, унесшь, παρλθ. χρ. унс, унесла
    -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. унесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω, αποκομίζω•

    унести на плечах μεταφέρω στους ώμους.

    || παίρνω•

    унести с собой ключи παίρνω μαζί μουτα κλειδιά (φεύγοντας)•

    унести обратно φέρνω πίσω (ξαναφέρνω).

    2. κλέβω•

    воры -сли вещи из дома οι κλέφτες πήραν τα πράγματα από το σπίτι.

    3. παρασύρω, σκορπίζω, παίρνω•

    ветер унёс бумаги со стола ο άνεμος πήρε τα χαρτιά από το τραπέζι•

    лодку -ло течение τη βάρκα την παρέσυρε το ρεύμα (του νερού).

    || αφαιρώ, στερώ•

    работа -ела много сил η δουλειά τον εξάντλησε πολύ•

    борьба -ла слабйших ο αγώνας πήρε τους πιο αδύνατους.

    4. μτφ. μεταφέρω νοερώς•

    воображение -ло его в прошлое η φαντασία τον μετέφερε στο παρελθόν.

    5. (με τις λ. чрт, нелгкая κ.τ.τ.)• απλ. παίρνω, απομακρύνω σαν ενοχλητικό•

    слава Богу чёрт их унёс δόξα το Θεό, τους πήρε ο διάβολος (τους ξεφορτώθηκα).

    εκφρ.
    еле ή едва ноги унести – μόλις και μετά βίας κατορθώνω ναδιαφύγω (να σωθώ)•
    -си ты моё горе! – πάρε μου (διώξε μου) τα φαρμάκια!
    1. φεύγω, απέρχομαι γρήγορα.
    2. παρασύρομαι (από άνεμο, ρεύμα κ.τ.τ.).
    3. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, πετώ (για σκέψεις φαντασία κ.τ.τ.).
    4. (γιαχρόνο) περνώ, διαβαίνω γρήγορα. || μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > унести

  • 32 унырнуть

    -ну, -ншь
    ρ.σ.
    1. βλ. нырять (1 σημ.).
    2. χάνομαι, εξαφανίζομαι• κρύβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > унырнуть

  • 33 фуфу

    στις εκφράσεις: на фуфу αβάσιμα, επιπόλαια, ελαφρόμυαλα, όπως-όπως•

    поднять на фуфу εξαπατώ, ξεγελώ•

    пойти ή сойти на фуфу χάνομαι, εξαφανίζομαι για πάντα• ναυαγώ.

    Большой русско-греческий словарь > фуфу

  • 34 кануть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.
    1. παλ. σταλάζω, στάζω. || βυθίζομαι.
    2. μτφ. εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, χάνομαι•

    кануть в прошлое χάνομαι βαθιά στο παρελθόν•

    кануть в вечность εξαφανίζομαι για πάντα•

    как в воду кануть ανοίγει η γη και με καταπίνει, εξαφανίζομαι χωρίς να αφήσω κανένα ίχνος ζωής.

    Большой русско-греческий словарь > кануть

  • 35 затеряться

    затерять||ся
    1. χάνομαί
    2. перен ἐξαφανίζομαι, χάνομαι:
    \затерятьсяся в толпе ἐξαφανίζομαι μέσα στό πλήθος.

    Русско-новогреческий словарь > затеряться

  • 36 затерять

    -яю, -яешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затерянный, βρ: -рян, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    χάνω•

    я -ял ключ έχασα το κλειδί.

    1. χάνομαι,• письмо -лось το γράμμα χάθηκε.
    2. μτφ. εξαφανίζομαι•

    затерять в толпе χάνομαι, στο πλήθος.

    Большой русско-греческий словарь > затерять

  • 37 исчезнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. исчез, -ла, -ло
    ρ.σ. αμ.
    εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, αόρατος• εκλείπω, χάνομαι• σβήνω• αποχωρώ απαρατήρητα, διαφεύγω, υπεκφεύγω•

    из виду χάνομαι από τα μάτια, γίνομαι άφαντος•

    эти слова -ли у меня из памяти αυτές οι λέξεις έσβησαν από τη μνήμη μου•

    всё исчезло как тень όλα χάθηκαν σαν σκιά ή έγιναν καπνός•

    он исчез в толпе αυτός χάθηκε στο πλήθος.

    Большой русско-греческий словарь > исчезнуть

  • 38 погаснуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. погас
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. σβήνω•

    папироса -ла το τσιγάρο έσβησε•

    лампа -ла η λάμπα έσβησε.

    2. εξασθενίζω, χάνομαι•

    взор погас η ζωηρότητα του βλέμματος έσβησε•

    -ул день έσβησε η μέρα (σουρούπωσε).

    || μτφ. εξαφανίζομαι, χάνομαι•

    -ли мой мысли έσβησαν οι σκέψεις μου.

    3. μτφ. φθίνω, λιώνω•, αργοπεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > погаснуть

  • 39 терять

    -яю, -яешь
    ρ.δ.μ.
    1. χάνω•

    терять ключи χάνω τα κλειδιά•

    терять паспорт χάνω την ταυτότητα.

    || ξεφεύγω, μπερδεύω•

    терять дорогу χάνω το δρόμο.

    2. στερούμαι•

    терять зрение χάνω την όραση•

    терять равновесие χάνω την ισορροπία•терять терпение χάνω την υπομονή.

    || (για θάνατο) χάνω•

    терять отца χάνω τον πατέρα.

    3. ζημιώνω•

    вы на этом -ете пятьсот рублей εσείς εδώ χάνετε πεντακόσια ρούβλια.

    4. σπαταλώ.
    εκφρ.
    терять голову – χάνω το κεφάλι (δεν ξέρω τιναπράξω)•
    нечего терять – δεν έχω να χάσω τίποτε.
    1. χάνομαι•

    часто вещи у меня -ются συχνά τα πράγματα μου χάνονται.

    2. εξαφανίζομαι•

    терять в толпе χάνομαι στο πλήθος.

    || εξασθενίζω•

    память в старости -яется η μνήμη στα γεράματα χάνεται.

    || τα χάνω, παραφρονώ, σαστίζω, δεν ξέρω τι να κάνω.

    Большой русско-греческий словарь > терять

  • 40 исчезание

    η εξαφάνιση
    -ть εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исчезание

См. также в других словарях:

  • απόλλυμι — ἀπόλλυμι κ. ύω κ. ἀπόλλω (AM) [όλλυμι] Ι. 1. καταστρέφω, αχρηστεύω, ερημώνω 2. εξολοθρεύω, σκοτώνω 3. ενοχλώ μέχρι θανάτου, οδηγώ κάποιον σε αδιέξοδο με τα λόγια μου 4. διαφθείρω (γυναίκα) 5. χάνω II. ( μαι) 1. αφανίζομαι, καταστρέφομαι 2.… …   Dictionary of Greek

  • βύθος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… …   Dictionary of Greek

  • εκπέτομαι — ἐκπέτομαι και ἐκπέταμαι (Α) 1. πετώ και φεύγω 2. απομακρύνομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι 3. φρ. «ἐκπέτομαι περί τι ή τινά» πετώ γύρω γύρω …   Dictionary of Greek

  • εξαποπέτομαι — ἐξαποπέτομαι (Μ) 1. πετώ μακριά, απομακρύνομαι από κάτι ή από κάποιον 2. μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι …   Dictionary of Greek

  • τουρκεύω — Ν [Τούρκος] 1. γίνομαι Τούρκος, ασπάζομαι τον μωαμεθανισμό, εξισλαμίζομαι, εκτουρκίζομαι 2. (μτβ.) εξαναγκάζω κάποιον να προσχωρήσει στον μωαμεθανισμό, εξισλαμίζω 3. (για χώρα ή πόλη) κυριεύομαι από τους Τούρκους 4. μτφ. α) θυμώνω πολύ, γίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

  • συναποπέτομαι — ΜΑ μτφ. εξαφανίζομαι, χάνομαι μαζί με κάποιον αρχ. πετώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποπέτομαι «πετώ πάνω, μακριά, πετώ και εξαφανίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 …   Dictionary of Greek

  • αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • ανεμίζω — (Μ ἀνεμίζω) Ι. ενεργ. σείω κάτι στον άνεμο, κινώ στον αέρα νεοελλ. 1. (για σιτάρι, σταφίδα κ.λπ.) ρίχνω ψηλά ώστε με τη βοήθεια του ανέμου να απαλλαγεί από τις ελαφρότερες ξένες ύλες, λιχνίζω 2. (αμτβ.) (για ύφασμα ή άλλο ελαφρό υλικό) σείομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»