Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φῐλόστοργ-ος

См. также в других словарях:

  • εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… …   Dictionary of Greek

  • συγκαπηλεύομαι — Α καπηλεύομαι μαζί με κάποιον άλλο («οὐδὲν ἠνέσχετο τοῑς καιροῑς συγκαπηλεύσασθαι», Φιλοστόργ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καπηλεύω «εμπορεύομαι, διαφθείρω»] …   Dictionary of Greek

  • συναποκείρω — Α (συν. το μέσ.) συναποκείρομαι αποκόπτω κάτι μαζί ή συγχρόνως («τὸ πλεῑστόν τε καὶ ἄριστον τῆς Ῥωμαϊκής άρχῆς συναποκειράμενος», Φιλόστοργ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποκείρω «κουρεύω, κόβω τελείως, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»