-
1 φιλοστοργέω
A love tenderly, freq. of family affection, Pl.Lg. 927b, cf. Princeton Exp.Inscr.7871.3 ([place name] Syria), etc.;φ. διαφερόντως τὸν ἀδελφόν D.S.31.19
;ἐπεφιλοστοργήκει τὴν παρθένον Plb.5.74.5
: abs.,τὸ φιλοστοργεῖν Phld. Herc 1457.13
:—[voice] Pass., ἐγὼ (sc. Isis) .p.305 (Ios, iii A. D.).2 of sexual love, Clearch.49, Gp.14.2.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοστοργέω
-
2 φιλοστοργία
φῐλοστοργ-ία, ἡ,A tender love, affection, Antipho Fr.73, Plb.9.13.2, Phld.Hom.p.8 O., BMus.Inscr.481*.79 (Ephes.), etc.;ἡ ἄγαν φ. Antip.Stoic.3.254
;πρὸς τὸ θρέψαν ἔδαφος Demad.37
;πρὸς ἀλλήλους Plb.31.25.1
;πρὸς τὴν πατρίδα Id.16.17.8
;πρὸς τὸν βασιλέα Arch.Pap.6.9
([place name] Delos);ἡ φυσικὴ τῶν γόνεων εἰς τέκνα φ. D.S.4.44
; of an elephant,δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ παιδίον Phylarch.36J.
2 affectionateness, X.Cyr.1.4.3.3 of sexual love, D.S.1.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοστοργία
-
3 φιλόστοργος
A loving tenderly, affectionate, freq. of family affection, X.Cyr.1.3.2, Theoc.18.13, etc.; of a nurse, Sor.1.88; of horses, Arist.HA 611a12;γένος ἀετῶν πρὸς τοὺς τρέφοντας φ. Ael.NA2.40
; title of two queens named Athenais, IG22.3426.3, 3428.5;φ. εἰς ἀλλήλους Ep.Rom.12.10
;περί τινα Plu. Cleom.1
(dub. constr.);φ. πρὸς τὰ τηλικαῦτα Id.2.608c
: [comp] Comp., nihil- ότερον Cic.Att.13.9.1
: [comp] Sup.,- οτάτη διαφερόντως πρός τινα OGI 331.46
(Pergam., ii B. C.):—τὸ φ., = φιλοστοργία, X.Ages.8.1, Plu.Sol. 7;τὸ ποτὶ τὰν πατρίδα φ. Abh.Berl.Akad.1925(5).28
(Cyrene, i B. C./i A. D.). Adv. ;εὐσεβῶς τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς διακείμενος καὶ φ. πρὸς τοὺς γονεῖς OGI229.6
(Smyrna, iii B. C.), cf. BMus.Inscr.925b12 (Branchidae, i B. C.), Plu.Fab.21; φ. ἔχειν πρός .. J.AJ4.6.8; literaeφ.
scriptae,Cic.
Att.15.17.2: [comp] Comp.- ότερον Gp.16.21.6
: [comp] Sup.- ότατα Iamb.VP7.34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόστοργος
См. также в других словарях:
εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
συγκαπηλεύομαι — Α καπηλεύομαι μαζί με κάποιον άλλο («οὐδὲν ἠνέσχετο τοῑς καιροῑς συγκαπηλεύσασθαι», Φιλοστόργ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καπηλεύω «εμπορεύομαι, διαφθείρω»] … Dictionary of Greek
συναποκείρω — Α (συν. το μέσ.) συναποκείρομαι αποκόπτω κάτι μαζί ή συγχρόνως («τὸ πλεῑστόν τε καὶ ἄριστον τῆς Ῥωμαϊκής άρχῆς συναποκειράμενος», Φιλόστοργ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποκείρω «κουρεύω, κόβω τελείως, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek