Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φῆμαι

См. также в других словарях:

  • φῆμαι — φήμη a. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φῆμ' — φῆμαι , φήμη a. fem nom/voc pl φῆμα , φῆμα that which is said neut nom/voc/acc sg φῆμι , φῆμις speech fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανησυχητικός — ή, ό (και ανησυχαστικός) αυτός που προκαλεί ανησυχία και αγωνία, ταραχή και φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανησυχώ. Η λ. ανησυχητικός μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς και αναφέρεται στο ουσ. «φήμαι». Η λ. ανησυχαστικός μαρτυρείται από το 1889 …   Dictionary of Greek

  • μαντικός — ή, ό (AM μαντικός, ή, όν) [μάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη ή στη μαντεία, προφητικός (α. «μαντικὸν γένος» οι μάντεις, Σοφ. β. «φῆμαι μαντικαί» προφητικοί λόγοι, Σοφ. γ. «μαντικὴ ἐπίπνοια» προφητική έμπνευση, Πλάτ.) 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • υμνώ — ὑμνῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑμνείω Α [ύμνος] 1. εξυμνώ, επαινώ, εγκωμιάζω (α. «ύμνησε τους άθλους τών αγωνιστών τού 21» β. «οὔτ ἐπινύμφειός πω μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.) 2. ψάλλω εκκλησιαστικό ύμνο, δοξολογώ τον Θεό («Σὲ ὑμνοῡμεν, Σὲ εὐλογοῡμεν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»