-
1 φυξιμος
2[φεύγω]1) служащий или могущий служить убежищем(λιμήν, ἱερόν Plut.)
2) могущий убежать или избежатьσὲ φ. οὐδείς Soph. — никто не в состоянии избежать тебя
-
2 φευξιμος
-
3 καταφυξιμος
См. также в других словарях:
φύξιμος — whither one can flee masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύξιμος — ον, Α [φύξις] 1. (για τόπο) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να καταφύγει ή από όπου μπορεί να ξεφύγει για να γλιτώσει (α. «ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι», Ομ. Οδ. β. «ἱερόν τι φύξιμον τοῖς ἀφισταμένοις κατασκευάσαντες», Πλούτ.) 2. αυτός τον οποίο… … Dictionary of Greek
φύξιμον — φύξιμος whither one can flee masc/fem acc sg φύξιμος whither one can flee neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύξιμα — φύξιμος whither one can flee neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύκτιμος — ον, Α φύξιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φύξιμος*, πιθ. αναλογικά προς τα φυκτός, φευκτός] … Dictionary of Greek
καταφύξιμος — καταφύξιμος, ον (Α) αυτός στον οποίο μπορεί να καταφύγει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φύξιμος (< φύξις < θ. φυξ τού φεύγω)] … Dictionary of Greek
φεύξιμος — ον, Α [φεῡξις] 1. αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή κάτι, φύξιμος* («δούλῳ φευξίμῳ βωμός», Πλούτ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «φευκτός» … Dictionary of Greek