-
1 φιλαυλος
-
2 φιληνεμος
См. также в других словарях:
κακόαυλος — κακόαυλος, ον (Α) άναυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + αυλος (< αὐλός), πρβλ. μόν αυλος, φίλ αυλος] … Dictionary of Greek
φίλαυλος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να παίζει ή να ακούει αυλό («φιλαύλους τ ἠρέθιζε Μούσας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αὐλός] … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek