Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φύγε!

  • 21 пахнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. пах
    -ла, -ло
    ρ.δ.
    1. μυρίζω•

    цветок -ет прекрасно το λουλούδι μυρίζει θαυμάσια•

    как нехорошо -ет! (απρόσ.) τι άσχημα που μυρίζει!•

    дурно -ет! (απρόσ.) βρωμάει!

    2. προαισθάνομαι, υποψιάζομαι•

    -ет ссорой μυρίζει καβγάς.

    εκφρ.
    - ет порохом – μυρίζει μπαρούτι (πόλεμος)•
    чтобы духом не пахло – (παλ. κ. απλ.) ξεκουμπίσου απ εδώ, φύγε απ εδώ να ξεβρωμίσει ο τόπος.
    -нет
    ρ.σ.
    φυσώ•

    ветер -ул άνεμος φύσηξε.

    Большой русско-греческий словарь > пахнуть

  • 22 пелена

    -ы, πλθ. пелены, -лен, -ленам θ.
    1. κάλυμμα, σκέπασμα καλύπτρα, πέπλος στρώμα.
    2. πλθ.παλ. τα σπάργανα.
    3. το χαμηλότερο μέρος της στέγης, γείσος της στέγης.
    εκφρ.
    от -лн ή с -лн – από τα σπάργανα, από τη νηπιακή ηλικία•
    его зною с пе-лн – τον ξέρω απ όταν ήταν ακόμα πολύ μακρός (словно, точно) пелена (с глаз) упала ή спала μού φύγε το σκοτάδι που είχα στα μάτια, άνοιξα τα μάτια, κατάλαβα την αλήθεια, την πραγματικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > пелена

  • 23 проваливать(ся)

    ρ.δ.
    βλ. провалить(ся)• προστκ. ενεργ. φ. проваливай(те) απλ. φύγε, φύγετε.

    Большой русско-греческий словарь > проваливать(ся)

  • 24 сон

    сна α.
    1. ύπνος•

    пробудиться ото сна ξυπνώ από τον ύπνο•

    спокойный сон ήσυχος (ήρεμος) ύπνος•

    неспокойный сон το κακουπνι•

    меня клонит ко сну μού ρχεται νύστα•

    крпкий сон βαθύς ύπνος•

    я сон потерял μού φύγε ο ύπνος (ξαγρύπνησα)•

    погрузиться в сон βυθίζομαι στον ύπνο•

    со сна ничего я не расслышал δεν άκουσα τίποτε, γιατί κοιμήθηκα•

    сон видишь во сне βλέπω στον ύπνο (ονειρεύομαι)•

    отойти ко сну πηγαίνω για ύπνο (να κοιμηθώ).

    || νάρκη.
    2. όνειρο•

    страшный сон τρομακτικό όνειρο•

    толковать сны εξηγώ το όνειρα•

    верить в сны πιστεύω στα όνειρα.

    || ονειροφαντασία•

    всё это сон όλ αυτά είναι ονειροφαντασίες.

    εκφρ.
    приятного сна – (ευχή) καλόν ύπνο•
    сквозь сон (слышать, чувствовать – σαν στον ύπνο (ακούω, αισθάνομαι), ασαφώς, συγκεχυμένα•
    спать (заснуть, уснуть) вечным сном – κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο•
    спать сном праведника (праведных) – κοιμούμαι μακάρια•
    восстать (воспрянуть) ото сна – σηκώνομαι από τον ύπνο•
    ни сном ни духом не виноват – είμαι τελείως αθώος•
    ни сном ни духом не знать – δε γνωρίζω,(δεν ξέρω) τίποτε απολύτως, έχω τελεία άγνοια για κάτι•
    сна ни в одном глазу нет – δε νυστάζω καθόλου.

    Большой русско-греческий словарь > сон

  • 25 язык

    α.
    1. η γλώσσα•

    коровий язык η γλώσσα της αγελάδας•

    лизать -ом γλείφω με τη γλώσσα.

    || (φαγητό)•

    -и с картофельным пюре γλώσσες με πουρέ πατάτας.

    2. όργανο λόγου ή επικοινωνίας•

    древние -и οι αρχαίες γλώσσες•

    русский язык η ρωσική γλώσσα•

    греческий язык η ελληνική γλώσσα•

    литературный язык η φιλολογική γλώσσα•

    поэтический язык η ποιητική γλώσσα•

    народный язык η δημοτική γλώσσα•

    разговорный язык η ομιλούμενη γλώσσα•

    мёртвые -и οι νεκρές γλώσσες.

    3.πλθ. λαοί, λαάτητες.
    4. αιχμάλωτος που πιάστηκε για απόσπαση μυστικών του εχθρού.
    5. κάθε τι που έχει το σχήμα γλώσσας•

    огненные -и πύρινες γλώσσες•

    язык колокола το γλωσσίδι της καμπάνας.

    εκφρ.
    язык без костей – φλύαρος, πολυλογάς, γλωσσάς•
    язык на плече у кого-н. – του βγήκε η γλώσσα από την κούραση•
    язык прилип к гортани у кого – του κόλλησε η γλώσσα στο στόμα (αδυνατεί να μιλήσει)•
    язык хорошо подвешен (привешен) – είναι εύγλωττος, ευφράδης, εύλαλος•
    держать язык за зубами – δαγκώνω τη γλώσσα, σωπαίνω•
    у него язык чешется – τον τρώει η γλώσσα του•
    язык придерживать язык – συγκρατιέμαι, μαζεύω τη γλώσσα μου, αποφεύγω να μιλήσω•
    чесать -омβλ. ίδια εκφρ. στο ρ. болтать 2• сорвалось с -а (слово) μού φύγε η λέξη, ο λόγος•
    это слово вертется у меня на язык – έχω τη λέξη στο στόμα, μα δεν μπορώ να την πω•
    язык до Киева доведёт – ρωτώντας πας στην Πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > язык

См. также в других словарях:

  • φύγε — φεύγω flee aor imperat act 2nd sg φεύγω flee aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύγ' — φύγε , φεύγω flee aor imperat act 2nd sg φύγε , φεύγω flee aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμάτι — το (AM κομμάτιον, Μ και κομμάτι[ν]) τμήμα ενός όλου, μέρος, τεμάχιο («κόψε το μήλο σε τέσσερα κομμάτια») νεοελλ. 1. (χωρίς άρθρο, επιρρμ.) λίγη ποσότητα ή λίγος χρόνος (α. «κάτσε κομμάτι να σέ δούμε» β. «φάε κομμάτι πριν φύγεις») 2. μουσική… …   Dictionary of Greek

  • μπάμπαλο — το 1. ράκος, κουρέλι («μάζεψε τα μπάμπαλά σου και φύγε» μάζεψε τα κουρέλια σου και φύγε) 2. σχίζα ξύλου ή ξηρή καλάμη σιταριού 3. μτφ. (για πρόσωπα) ανόητος, μωρός, ξεκουτιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *πάμπαλο < επίθ. παμπάλαιον ή, κατ άλλους,… …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • Evridiki — Infobox musical artist Name = Evridiki Img capt = Evridiki performing Comme Ci, Comme Ça at the Eurovision Song Contest 2007 Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Alias = Born = birth date and age|1968|2|25 Limassol, Cyprus …   Wikipedia

  • Ta zeibekika tis nychtas — Infobox Album | Name = Ta zeibekika tis nychtas Type = Album Artist = Various Released = 2006 Recorded = Genre = zeibekika Length = approx. 1 hr Label = Sony BMG (Greece) Producer = Reviews = Last album = This album = Next album = Ta zeibekika… …   Wikipedia

  • San Ena Oneiro — Σαν ενα Όνειρο …   Википедия

  • άε — και άι (ως άκλιτο μόριο) πήγαινε, φύγε. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄγε, προστ. τού ἄγω πρβλ. άμε < ἄγωμε] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»