-
1 φόρεμα
[форэма] ουσ. о. одежда, костюм, платье,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φόρεμα
-
2 выходной
выходной: \выходной день η (η)μέρα ανάπαυσης (αργίας), η σχόλη, το ρεπό \выходнойое платье το καλό φόρεμα \выходнойое пособие η αποζημίωση* * *выходно́й день — η (η)μέρα ανάπαυσης (αργίας), η σχόλη, το ρεπό
выходно́е пла́тье — το καλό φόρεμα
••выходно́е посо́бие — η αποζημίωση
-
3 готовый
готовый 1) έτοιμος \готовыйое платье το έτοιμο φόρεμα вы \готовыйы? είστε έτοιμοι; обед готов το φα(γ)ί είναι έτοιμο 2) (согласный на что-л.) πρόθυμος (να)* * *1) έτοιμοςгото́вое пла́тье — το έτοιμο φόρεμα
вы гото́вы? — είστε έτοιμοι
обе́д гото́в — το φα(γ)ί είναι έτοιμο
2) (согласный на что-л.) πρόθυμος (να) -
4 кроить
-
5 платье
платье с 1) (женское) το φόρεμα, το φουστάνι 2) (одежда) το ένδυμα, το ρούχο* магазин готового \платьея το κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων* * *с1) ( женское) το φόρεμα, το φουστάνι2) ( одежда) το ένδυμα, το ρούχοмагази́н гото́вого пла́тья — το κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων
-
6 сарафан
-
7 сидеть
сидеть 1) κάθομαι; \сидеть за столом κάθομαι στο τραπέζι* остаться \сидеть μένω καθισμένος 2) (об одежде) στρώνω; платье хорошо на вас сидит το φόρεμα στρώνει καλά επάνω σας* * *1) κάθομαιсиде́ть за столо́м — κάθομαι στο τραπέζι
оста́ться сиде́ть — μένω καθισμένος
2) ( об одежде) στρώνωпла́тье хорошо́ на вас сиди́т — το φόρεμα στρώνει καλά επάνω σας
-
8 чистить
чистить 1) καθαρίζω; βουρτσίζω (щёткой)' \чистить ботинки λουστράρω τα παπούτσια; \чиститьплатье βουρτσίζω το φόρεμα; \чистить зубы καθαρίζω τα δόντια 2) (овощи, фрукты и т. п.) ξεφλουδίζω, καθαρίζω* * *1) καθαρίζω; βουρτσίζω ( щёткой)чи́стить боти́нки — λουστράρω τα παπούτσια
чи́стить пла́тье — βουρτσίζω το φόρεμα
чи́стить зу́бы — καθαρίζω τα δόντια
2) (овощи, фрукты и т. п.) ξεφλουδίζω, καθαρίζω -
9 морщцить
морщци́тьнесов (об одежде) κάνω ζάρες:платье \морщцитьи́т τό φόρεμα ζαρώνει, τό φόρεμα κάνει ζάρες. -
10 переодеть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переодетый, βρ: -дет, -а, -оρ.σ.μ. αλλάζω τα ενδύματα• φορώ, ντύνω άλλα ρούχα•переодеть больного в чистое бель φορώ στον άρρωστο καθαρά εσώρουχα•
переодеть ребнка αλλάζω το βρέφος•
переодеть платье αλλάζω το φόρεμα.
|| μεταμφιέζω, κάνω αγνώριστον.ντύνομαι με άλλα ρούχα, αλλάζω•переодеть в чистое платье φορώ καθα-ρώ φόρεμα.
|| μεταμφιέζομαι•переодеть женщиной μεταμφιέζομαι σε γυναίκα.
-
11 разгладить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разглаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. ισιάζω, στρώνω, ομαλύνω•разгладить моршины ισιάζω τις ρυτίδες•
разгладить волосы στρώνω τα μαλλιά•
усы и.бороду ισιάζω (στρώνω) τα μουστάκια και τα γένια.
2. σιδερώνω•разгладить платье утюгом σιδερώνω το φόρεμα.
1. ομαλύνομαι, ισιάζω, στρώνω.2. σιδερώνομαι•платье -лось хорошо το φόρεμα σιδερώθηκε καλά.
-
12 разодрать
-деру, -дершь, παρλθ. χρ. разодрал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разодранный, βρ: -дран, -а, -оρ.σ.μ.1. κατασχίζω• κατασπαράζω•волк -ал овцу ο λύκος κατασπάραξε το πρόβατο.
2. χαλνώ, φθείρω•-сапоги σχίζω τις μπότες•
разодрать платье σχίζω το φόρεμα.
1. ξεσχίζομαι•платье -лось το φόρεμα ξεσχίστηκε.
2. καβγαδίζω, τσακώνομαι στα γερά•они -лись в кровь τσακώθη-ώσπου ματώθηκαν.
-
13 расширить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расширенный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.1. ευρύνω, φαρδύνω, πλατύνω• διευρύνω•расширить улицу διευρύνω την οδό•
расширить проход φαρδύνω τη διάβαση•
расширить отверстие διευρύνω την οπή•
расширить платье в талии φαρδύνω το φόρεμα στη μέση.
2. αυξαίνω, μεγαλώνω, μεγενθύνω• επεκτείνω•торговлю αυζαίνω το εμπόριο•
расширить завод επεκτείνω το εργοστάσιο•
расширить границы государства μεγαλώνω τα σύνορα του κράτους•
расширить сферу влияния επεκτείνω τη σφαίρα επιρροής.
- кругозор ευρύνω τον ορίζοντα (τις γνώσεις).1. (δι)ευρύνομαι• πλατύνομαι, φαρδύνομαι•дорога -лась ο δρόμος πλάτυνε•
платье -лось το φόρεμα φάρδυνε.
2. αυξαίνω, αυξάνομαι, μεγενθύνομαι, επεκτείνομαι, μεγαλώνω•курорт значительно -лся η λουτρόπολη μεγάλωσε (επεκτάθηκε) σημαντικά.
-
14 талия
талия 1-и θ.η μέση, η οσφύς•тонкая талия η λεπτή μέση (του σώματος).
|| μέρος του ενδύματος•платье с высокой -ей φόρεμα με ψηλά τη μέση.
εκφρ.без -ии – χωρίς μέση, ευθύς (όχι μεσάτο)•в -ю – (για φόρεμα) μεσάτο.талия 2κ. талья, -и θ. παλ..1. το κόψιμο των παιγνιόχαρτων στα δυό.2. ο γύρος του χαρτοπαιγνίου. -
15 вечер
вечер м 1) βράδυ по \вечерам τα βράδια 2) (мероприятие ) η βραδιά танцевальный \вечер η χοροεσπερίδα ли тературный \вечер η φιλολογική βραδιά· у нас сегодня \вечер έχουμε βραδιά απόψε ◇ добрый \вечер! καλησπέρα! вечерний βραδινός, εσπερινός νυχτερινός \вечерее платье το βραδινό φόρεμα, η βραδινή τουαλέτα \вечерие курсы η νυχτερινή σχολή \вечерие занятия τα νυχτερινά μαθήματα* * *м1) βράδυпо ве́чера́м — τα βράδια
2) ( мероприятие) η βραδιάтанцева́льный ве́чер — η χοροεσπερίδα
литерату́рный ве́чер — η φιλολογική βραδιά
у нас сего́дня ве́чер — έχουμε βραδιά απόψε
••до́брый ве́чер! — καλησπέρα!
-
16 вечерний
βραδινός, εσπερινός; νυχτερινόςвече́рнее пла́тье — το βραδινό φόρεμα, η βραδινή τουαλέτα
вече́рние ку́рсы — η νυχτερινή σχολή
вече́рние заня́тия — τα νυχτερινά μαθήματα
-
17 зимний
χειμερινός, χειμωνιάτικοςзи́мнее пальто́ — το χειμωνιάτικο φόρεμα
зи́мние ви́ды спо́рта — τα σπορ του χειμώνα
-
18 переодевать
переодевать, переодеть 1) (кого-л.) αλλάζω 2) (что-л.) αλλάζω ρούχα, συναλλάζω \переодеваться αλλάζω ( φόρεμα)* * *= переодеть1) (кого-л.) αλλάζω2) (что-л.) αλλάζω ρούχα, συναλλάζω -
19 переодеваться
-
20 венчальный
венча||льныйприл γαμήλιος, τοῦ γάμου, νυφικός:\венчальный обряд ἡ γαμήλιος τελετή· \венчальный наряд τό νυφικό φόρεμα.
См. также в других словарях:
φόρεμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρεμα — το, ατος 1. ό,τι φοράει κανείς, το ρούχο και μάλιστα το εξωτερικό των γυναικών: Φόρεμα χορού. 2. το πανωφόρι. 3. στον πληθ., φορέματα ο γυναικείος ρουχισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φόρεμα — έματος, το, ΝΜΑ, και φόρημα Α [φορῶ] νεοελλ. 1. γυναικείο, κυρίως, εξωτερικό ένδυμα 2. πανωφόρι 3. στον πληθ. τα φορέματα το σύνολο τού γυναικείου ρουχισμού μσν. αρχ. καθετί που φορεί κανείς ως κάλυμμα ή ως ένδυμα αρχ. 1. φορτίο 2. αυτό που… … Dictionary of Greek
φορεμάτων — φόρεμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορέμασι — φόρεμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορέματα — φόρεμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορέματι — φόρεμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορέματος — φόρεμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
επιπορπούμαι — ἐπιπορποῡμαι, άομαι (Α) [πόρπη] 1. στερεώνω φόρεμα με πόρπη 2. συνεκδ. χρησιμοποιώ κάτι ως φόρεμα … Dictionary of Greek