-
1 φυσικη
-
2 φυσική
-
3 φυσικῇ
-
4 φυσική
η физика -
5 φυσική
φυσικόςnatural: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 φυσική
[фисики] ουσ. Θ. физикаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φυσική
-
7 φυσική
[фисики] ουσ θ физика. -
8 φυσική
physique -
9 φυσική
fizyka (f) rzecz. -
10 φυσική
fyzika -
11 φυσική
physicsΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φυσική
-
12 fyzika
φυσική -
13 physics
φυσική -
14 fizyka
φυσική -
15 kondisyon
φυσική κατάσταση -
16 физика
-и θ.1. η φυσική (επιστήμη)•теоретическая физика θεωρητική ή μαθηματική φυσική•
ядерная физика η πυρηνική φυσική•
прикладная η εφαρμοσμένη φυσική.
2. παλ. • φυσιογνωμία, πρόσωπο. -
17 физика
физикаж ἡ φυσική:ядерная \физика ἡ πυρηνική φυσική· теоретическая \физика ἡ θεωρητική φυσική. -
18 физический
физическ||ийприл1. (относящийся к физике, к физическим явлениям) φασικός:\физическийая хи́мия ἡ φυσική χημεία· \физическийая география ἡ φυσική γεωγραφία· \физический факультет ἡ σχολή φυσικής·2. (телесный, мускульный) σωματικός:\физическийое развитие ἡ σωματική ἀνάπτυξη· \физический труд ἡ σωματική ἐργασία· \физическийая сила ἡ σωματική δύναμη· \физическийая культу́ра ἡ φυσική ἀγωγή, ἡ γυμναστική. -
19 натуральный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. φυσικός•натуральный цвет φυσικό χρώμα•
в -ую величину σε φυσικό μέγεθος•
-ые богатства ο φυσικός πλούτος•
-ая история φυσική ιστορία.
2. φυσικός (ως αντώνυμο του τεχνητός)•натуральный мд φυσικό μέλι•
натуральный шлк φυσικό μετάξι.
3. απροσποίητος•натуральный смех φυσικό γέλιο•
натуральный голос φυσική φωνή.
4. σε είδος, σε προϊόν•натуральный налог φόρος σε είδος•
натуральный обмен ανταλλαγή σε είδος•
-ое хозяйство φυσικό νοικοκυριό (παραγωγή ειδών ιδίας χρήσης).
εκφρ.натуральный ряд чисел – η φυσική σειρά των αριθμών (1, 2, 3, 4, 5 κλπ.)• -ая школа νατουραλιστική σχολή. -
20 физический
επ.1. φυσικός, της φυσικής•-ие теории θεωρίες φυσικής•
физический факультет η φυσική σχολή•
-ие опыты πειράματα φυσικής.
2. της φύσης•-ие свойства почвы οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους.
3. σωματικός•-ое развитие σωματική ανάπτυξη•
-ак усталость σωματική κούραση•.физическийое воспитание σωματική (φυσική) αγωγή•
-ие упражнения σωματικές ασκήσεις•
βλ. физкультура- -ая сила σωματική δύναμη•физический труд σωματική εργασία•
-ое воздержание σεξουαλική εγκράτεια.
εκφρ.- ая география – φυσική γεωγραφία.
См. также в других словарях:
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
φυσική — η 1. η επιστήμη που μελετά τις γενικές ιδιότητες των σωμάτων καθώς και τους νόμους σύμφωνα με τους οποίους αυτά μεταβάλλουν κατάσταση ή θέση, χωρίς να αλλοιώσουν την ύλη τους: Πυρηνική φυσική. 2. σύγγραμμα που πραγματεύεται αυτή την επιστήμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσικῇ — φυσικός natural fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσική — φυσικός natural fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλογή — Φυσική ή τεχνητή διαδικασία, με την οποία κατορθώνεται από γενιά σε γενιά μια βραδεία βελτίωση και προσαρμογή των ζωντανών οργανισμών. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, στις εσωτερικές παραγωγικές ικανότητες των οργανισμών, οι… … Dictionary of Greek
ορυκτό — Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα… … Dictionary of Greek
άβυσσος — Φυσική κοιλότητα στον φλοιό της Γης, πολύ βαθιά και κάθετη. Ά. υπάρχουν τόσο στα τμήματα ξηράς που έχουν αναδυθεί (π.χ. η ά. Μπερταρέλι στην Ιστρία, η Σπλούγκα ντέλα Πρέτα στην Ιταλία, κοντά στη Βερόνα, το βάραθρο του Μπερζέ στη ΝΔ Γαλλία) όσο… … Dictionary of Greek
διάταση — Φυσική ή τεχνητή διεύρυνση ενός ανοίγματος ή μιας σωληνοειδούς δομής του σώματος. Ονομάζεται επίσης και διαστολή (βλ. λ.). δ. μυών τενόντων. Τάση των μυών και των τενόντων τους πέρα από τα φυσικά όρια της αντοχής τους, λόγω ξαφνικής έντονης… … Dictionary of Greek
λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… … Dictionary of Greek
μελανίνη — Φυσική χρωστική του δέρματος. Συναντάται στις τρίχες, στο δέρμα και στην ίριδα των ματιών των σπονδυλοζώων. Σχηματίζεται με οξείδωση του αμινοξέος τυροσίνη. Η μ. παράγεται από τα μελανοκύτταρα, έναν τύπο κυττάρων που βρίσκονται στην επιδερμίδα,… … Dictionary of Greek
ώχρα — Φυσική γαιώδης χρωστική ουσία από το βαθύ κίτρινο έως το κοκκινωπό. Στην προϊστορική εποχή οι χρωστικές ιδιότητες της ώ. την κατέστησαν αντικείμενο μεγάλης εκμετάλλευσης· κίτρινες και κόκκινες ώ. χρησιμοποιήθηκαν για να χρωματίσουν τις… … Dictionary of Greek