Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φυγγάνω

См. также в других словарях:

  • φυγγάνω — φεύγω flee pres subj act 1st sg φεύγω flee pres ind act 1st sg φυγγάνω pres subj act 1st sg φυγγάνω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγγάνω — Α (ποιητ. τ.) φεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φυγ γ άνω έχει σχηματιστεί από το θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω* με έρρινο επένθημα (με αντίστροφο αναλογικό σχηματισμό κατά τα ζεύγη πυ ν θάνομαι: ἔπυθον, λι μ πάνω: ἔλιπον, όπου το έρρινο ένθημα… …   Dictionary of Greek

  • φυγγάνει — φεύγω flee pres ind mp 2nd sg φεύγω flee pres ind act 3rd sg φυγγάνω pres ind mp 2nd sg φυγγάνω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγγάνουσιν — φεύγω flee pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φεύγω flee pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) φυγγάνω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φυγγάνω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφυγγάνω — (Α) καταφεύγω*, βρίσκω καταφύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φυγγάνω «φεύγω»] …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • φυγγάνειν — φεύγω flee pres inf act (attic epic) φυγγάνω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφυγγάνομεν — φεύγω flee imperf ind act 1st pl φυγγάνω imperf ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»