-
1 φτωχός
[фтохос] яг. бедный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φτωχός
-
2 бедный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно1. κυρλξ. κ. μτφ. φτωχός, πένης, ενδεής•бедный человек φτωχός άνθρωπος•
-ая фантазия φτωχή φαντασία.
ουσ. ο φτωχός.2. γλίσχρος, ανεπαρκής.3. δυστυχής, άθλιος, μαύρος. || αξιολύπητος. -
3 бедный
бедный 1) φτωχός 2) (несчастный) δυστυχισμένος, άμοιρος* * *1) φτωχός2) ( несчастный) δυστυχισμένος, άμοιρος -
4 нищий
-
5 бедный
бедн||ыйприл1. (неимущий) φτωχός, πτωχός, ἐνδεής;2. (скудный) λιγοστός, γλίσχρος, ἀνεπαρκής;3. (несчастный) φτωχός, πτωχός, δυστυχισμένος. -
6 бедняк
бедн||якм1. ὁ φτωχός, ὁ πτωχός, ὁ πένης;2. (о крестьянине) ὁ φτωχός (πτωχός) ἀγρότης. -
7 нуждаться
нужд||атьсянесов1. (в ком-л., β чем-л.) χρειάζομαι, χρήζω, ἔχω ἀνάγκη:\нуждаться в помощи ἔχω ἀνάγκη βοηθείας· она ни в чем не будет \нуждаться δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίποτε· это \нуждатьсяается в изучении αὐτό πρέπει νά μελετηθεί· это сообщение \нуждатьсяа́-ется в подтверждении αὐτή ἡ είδηση χρειάζεται νά ἐπιβεβαιωθεί·2. (быть β бедности) εἶμαι φτωχός, στερούμαι:он \нуждатьсяается εἶναι φτωχός· \нуждаться в деньгах ἔχω ἀνάγκη ἀπό λεφτά. -
8 церковный
церковн||ыйприл ἐκκλησιαστικός:\церковный приход ἡ ἐνορία· \церковный староста ἐπίτροπος ἐκκλησίας· \церковныйая слу́жба ἡ λειτουργία, ἡ ἀκολουθία· ◊ беден как \церковныйая мышь по-гов. φτωχός σάν τόν Ίώβ, φτωχός Λάζαρος. -
9 маломощный
επ., βρ: -щен, -щёна-щёно.1. αδύνατος, ανίσχυρος (φυσιολογικά).2. φτωχός.ουσ. --ая φτωχός, -ή• φτωχοαγρότης, -ισσα.3. μικρής ισχύος•маломощный мотор κινητήρας μικρής ισχύος.
-
10 незаможный
επ. παλ. φτωχός•-крестьянин φτωχός αγρότης•
-ое хозяйство φτωχονοι-κοκυριό.
-
11 супесь
(осадочная горная порода) το αμμώδες έδαφος με πηλό (10-20%)ο φτωχός αμμώδης ορυκτός πηλόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > супесь
-
12 нуждаться
1) ( терпеть нужду) είμαι φτωχός2) (в чём-л.) έχω ανάγκη, χρειάζομαιя нужда́юсь в сове́те — έχω ανάγκη από συμβουλή
-
13 голый
го́л||ыйприл1. (нагой, обнаженный) γυμνός, γδυμνός/ ὁλόγυμνος, τσίτσιδος (ничем не прикрытый):с \голыйыми ногами ξυπόλυτος· \голыйые стены о£ γυμνοί τοίχοι· спать на \голыйом полу́ κοιμούμαι στό πάτωμα χωρίς στρωσίδια· на \голыйом месте ἀπ' τό τίποτε, σέ ἀπροετοίμαστο ἐδαφος'2. перен (без прикрас) καθαρός:\голыйая истина ἡ καθαρή (или γυμνή) ἀλήθεια· \голыйые факты τά ξερά γεγονότα· ◊ \голыйыми руками χωρίς ὀπλο, χωρίς ἐργαλεία· гол как сокол погов. е φτωχός σάν τόν "Ιώβ, Άνθρωπος, πού δέν ἐχει βρακί νά φορέσει. -
14 малоимущий
малоимущийприл φτωχός, πτωχός, ἀπορος. -
15 маломощиый
маломо́щи́||ыйприл ὀλιγοδύναμος, μικρβς ἰσχύος / φτωχός (бедный):\маломощиыйое крестьянское хозяйство τό φτωχό ἀγροτικό νοικοκυριό· \маломощиый двигатель κινητήρας μικράς ίσχύος. -
16 неимущий
неиму́щ||ийприл φτωχός, ἄπορος:\неимущийие классы οἱ ἄπορες τάξεις, ἡ φτωχολογια. -
17 необеспеченный
необеспеченныйприл1. χωρίς πόρους, χωρίς οἰκονομικά μέσα / ἀπορος, φτωχός (бедный)·2. фин. χωρίς ἀντίκρυσμα, ἀναντίκρυστος. -
18 несостоятельный
несостоятельн||ы́йприл1. (необоснованный) ἀβάσιμος·2. (необеспеченный) ἀπορος, ἐνδεής, φτωχός·3. ком. ὁ ἀναξιόχρεως, ὁ ἀφερέγγυος:\несостоятельныйый должник ὁ ἀναξιόχρεως [-ος] ὁφειλέτης. -
19 скудный
скудн||ыйпрш. πενιχρός, φτωχός:\скудныйые средства τα πενιχρά μέσα· \скудныйая природа ἡ φτωχή φύση· \скудныйая по́чва τό ἄγονο (или τό φτωχό) Εδαφος -
20 убогий
убо́||гий1. прил прям., перен φτωχός, ἀθλιος, μίζερος, πενιχρός:\убогийгое жилище ἡ ἀθλια κατοικία· \убогийгое воображение ἡ φτωχή φαντασία·2. прил (увечный) σακάτικος, μισερός·3. м (калека) ὁ σακάτης.
См. также в других словарях:
φτωχός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που ζει σε φτώχεια, που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει με ζητιανιά, ζητιάνος, διακονιάρης. 2. αυτός που μειονεκτεί σε κάτι, που υστερεί, ανεπαρκής, ελλιπής, λειψός: Τροφές φτωχές σε βιταμίνες. – Φτωχό λεξιλόγιο. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek
όντας — I (μτχ. του είμαι): Όντας φτωχός δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα, επειδή είσαι φτωχός, με το να είσαι φτωχός, αν είσαι φτωχός, όταν είσαι φτωχός κτλ. II σύνδ. χρον., όταν: Όντας βυθίσει ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει (Μαβίλης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης … Википедия
αχήν — ἀχήν ( ῆνος), ο, η (Α) φτωχός, ενδεής. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι λόγω της μορφολογικής του δομής ( ήν / ήνος) αποτελεί πιθ. ουσιαστικοποιημένο προσηγορικό, που εκφράζει την έννοια «κακομοίρης, φτωχός». Το ᾱχήν… … Dictionary of Greek
λιπερνής — λιπερνής, ῆτος, ὁ (Α) 1. φτωχός, άθλιος, παρίας, απόβλητος, έρημος 2. ορφανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, προήλθε από θ. λιπ (τού λείπω*) + ἔρνος «καρπός, βλαστός» (παρά τὸ λείπεσθαι ἐρνέων, ὅ ἐστι φυτῶν). Η λ.,… … Dictionary of Greek
φακίρης — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται στην Ινδία διάφοροι ασκητές που επιδιώκουν να κερδίσουν την αγιότητα υποβάλλοντας τον εαυτό τους σε στερήσεις. Ζουν από τις ελεημοσύνες των πιστών, δεν εργάζονται, δεν παντρεύονται και το μοναδικό ρούχο που… … Dictionary of Greek
φτωχαίνω — και πτωχαίνω Ν [φτωχός / πτωχός] 1. γίνομαι φτωχός ή φτωχότερος, πτωχεύω 2. (μτβ.) μτφ. καθιστώ κάτι ή κάποιον φτωχό, περιορίζω τα μέσα και τις ικανότητες του («φτωχαίνω τη γλώσσα») … Dictionary of Greek
φτωχούλης — α, ικο, Ν (θωπευτ.) φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. μικρ ούλης)] … Dictionary of Greek
φτωχούτσικος — η, ο, Ν υποκορ. σχετικά φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. μικρ ούτσικος)] … Dictionary of Greek