-
1 φτηνός
[фтинос] яг. дешевый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φτηνός
-
2 дешёвый
-
3 недорогой
-
4 дешевый
дешев||ыйприл1. φτηνός, εὐθηνός / χαμηλός (о ценах)·2. перен χυδαίος, φτηνός:\дешевыйая острота τό φτηνό ἀστείο· \дешевый успех ἡ φτηνή ἐπιτυχία. -
5 мелочный
мелочн||ыйприл ἀσήμαντος, τιποτένιος (незначительный)/ φτηνός (дешевый):\мелочныйые интересы τά περιορισμένα ἐνδιαφέροντα· \мелочныйые придирки οἱ ἐνοχλήσεις γιά τιποτένια πρά(γ)ματα· \мелочныйый человек ὁ φτηνός (или ὁ μικρολο-γος) ἀνθρωπος. -
6 вульгарный
вульгарн||ыйприл1. (пошлый) πρόστυχος, φτηνός·2. (грубый) χυδαίος, χοντρός, ἀγροίκος·3. (упрощенный) ἀγοραίος, ἀπλοποιημένος· ◊ \вульгарныйая латынь ἡ χυδαία λατινική. -
7 мелкий
мелк||ийприл1. (некрупный) ψιλός, μικρός, λιανός:\мелкийие расходы τά μικρά Εξοδα· \мелкий дождь ἡ ψιλή βροχή, ἡ ψιχάλα· \мелкийая торговля τό μικρεμπόριο· \мелкий рогатый скот τά γιδοπρόβατα· \мелкий почерк τά ψιλά γράμματα· \мелкий собственник ὁ μικροϊδιοκτήτης· \мелкийая буржуазия ἡ μικροαστική τάξη, οἱ μικροαστοί· \мелкийая кража ἡ μικροκλοπή· \мелкийие деньги τά ψιλα (χρήματα)·2. (неглубокий) ρηχός, ἀβαθής:\мелкийая тарелка τό ρηχό πιἀτο·3. (незначительный, ничтожный) μικρός, μικρο· πρεπής, φτηνός:\мелкийие интересы τά στενά ἐνδιαφέροντα. -
8 недорогой
недорогойприл ὀλιγοδάπανος, ὄχι ἀκριβός, φτηνός. -
9 общедоступный
общедоступныйприл1. (ηο цене) φτηνός, προσιτός:\общедоступныйые цены οἱ προσιτές τιμές·2. (понятный, популярный) κατανοητός ἀπ ὀλους, καταληπτός ἐκ· £λεΓΙΚθς:\общедоступныйаЯ ЛеКцИЯ ἡ ἐκλαϊκευτικ· -
10 пошлый
пошл||ыйприл χυδαίος, πρόστυχος, φτηνός, τετριμμένος. -
11 дешёвый
[ντισιόβυΤ] εκ. φτηνός -
12 дешёвый
[ντισιόβυΤ] επ φτηνός -
13 грошовый
επ.φτηνός, κατώτερης ποιότητας. || μτφ. αναξιόλογος, ασήμαντος, μηδαμηνός, τιποτένιος. || πάμφτηνος• ευτελής. -
14 дешёвый
επ., βρ: дшев, дешева, дшево.1. φτηνός•дешёвый товар φτηνό εμπόρευμα•
-ые цены χαμηλές τιμές•
дешёвый труд φτηνή δουλειά•
очень дешёвый πάμφτηνος.
2. μτφ. ασήμαντος, αναξιόλογος. -
15 недорогой
επ., βρ: -орог, -орога, -орого;1. όχι ακριβός φτηνός•-ая мебель φτηνό έπιπλο•
-ая столовая φτηνό εστιατόριο.
2. χαμηλός•-ая плата χαμηλός μισθός.
|| μτφ. ανυπολόγιστος. -
16 низкооплачиваемый
επ.μικρών αποδοχών•-ые служащие χαμηλόμισθοι υπάλληλοι.
|| φτηνός•-ая работа φτηνή εργασία.
-
17 удешевить
-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удешевленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.φτηναίνω.φτηναίνω, γίνομαι πιο φτηνός.
См. также в других словарях:
φτηνός — και φθηνός, ή, ό, Ν 1. αυτός που κοστίζει λίγο, που πουλιέται σε χαμηλή τιμή 2. μτφ. ευτελής («είναι πολύ φτηνό αυτό που είπες») 3. παροιμ. φρ. «είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στο αλεύρι» λέγεται για κάποιον που είναι φειδωλός στα μικρά και … Dictionary of Greek
φτηνός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που πουλιέται σε χαμηλή ή μικρή τιμή: Πανιά πολύ φτηνότερα, που το δούλεμά τους δε συγκρίνεται μ εκείνο, τ ακριβοπλήρωσε (Κ. Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευθηνός — και ευτηνός και φθηνός και φτηνός, ή, ό (ΑΜ εὐθηνός, ή, όν) φτηνός, αυτός που πουλιέται σε χαμηλή τιμή μσν. νεοελλ. ευτελής, μικρής αξίας αρχ. μσν. άφθονος, πλούσιος («εὐθηνοὶ καρποί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθηνώ*, παράλλ. τ. τού ευθενώ*] … Dictionary of Greek
υπερεύωνος — ον, Α πάρα πολύ φτηνός, πάμφθηνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + εὔωνος «φτηνός, οικονομικός»] … Dictionary of Greek
φτηνούτσικος — η, ο, Ν σχετικά φτηνός. επίρρ... φτηνούτσικα Ν σχετικά φτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτηνός + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. μικρ ούτσικος)] … Dictionary of Greek
φτηνούτσικος, -η — και ια, ο επίρρ. α ο κάπως φτηνός, ο σχεδόν φτηνός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλώνητος — ἁλώνητος, ον (Α) 1. αυτός που αγοράστηκε για λίγο αλάτι, ευτελής, φτηνός 2. φρ. «ἁλώνητα δουλάρια», φτηνοί δούλοι από τη Θράκη που πουλιούνταν πολύ φτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + ὠνητός] … Dictionary of Greek
εύζωνος — και εύζωνας, ο (ΑΜ εὔζωνος, ον Α και επικ. τ. ἐύζωνος, ον) νεοελλ. ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης που φέρει την εθνική στολή (φουστανέλα, φέσι, τσαρούχια), τσολιάς μσν. αρχ. 1. (για γυναίκα) ζωσμένη ωραία, με λεπτή μέση, κομψή 2. ντυμένος ελαφρά,… … Dictionary of Greek
θεόφτηνος — η, ο ο πολύ φτηνός, ο πάμφθηνος … Dictionary of Greek
καλοαγόραστος — καλοαγόραστος, η, ον (Μ) ο αγορασμένος σε καλή τιμή, ο φτηνός … Dictionary of Greek
ολιγοδάπανος — και λιγοδάπανος, η, ο (Α ὀλιγοδάπανος, ον) αυτός που ξοδεύει λίγα, ολιγοέξοδος, φειδωλός, οικονόμος νεοελλ. αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή δαπάνη, φτηνός, οικονομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δαπάνη, πρβλ. πολυ δάπανος] … Dictionary of Greek