-
1 φτερνίζομαι
[фтэрнизомэ] р. чихать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φτερνίζομαι
-
2 чихать
ρ.δ.1. φτερνίζομαι, φταρνίζομαι•-при насморке φτερνίζομαι όταν έχω συνάχι.
2. μτφ. περιφρονώ, δε δίνω σημασία, αδιαφορώ.φτερνίζομαι, φταρνίζομαι. -
3 чихать
-
4 чихать
чих||атьнесов, чихнуть сов φτερνίζομαι, πταρνίζομαι. -
5 вычихать
ρ.σ.μ.(απλ.) φτερνίζομαι, πταρ-νίζοίιαι. -
6 зачихать
ρ.σ. αρχίζω φτερνίζομαι.. -
7 начихать
ρ.σ.1. φτερνίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτι.2. μτφ. (απλ.) γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια, μουτζώνω (περιφρονώ).3. (απλ.) αδιαφορώ πλήρως, κωφεύω, δε με μέλει (νοιάζει) τέσσερα, καρφί δε μου καίγεται. -
8 отчихаться
ρ.σ. παύω να φτερνίζομαι. -
9 прочихаться
ρ.σ. φταρνίζομαι, φτερνίζομαι, πταρν ίζομαι. -
10 расчихаться
ρ.σ. αρχίζω να φτερνίζομαι πολύ. -
11 чих
См. также в других словарях:
φτερνίζομαι — φταρνίζομαι και φτερνίζομαι, φταρνίστηκα και φτερνίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φτερνίζομαι — Ν βλ. φταρνίζομαι … Dictionary of Greek
φτερνίζομαι — βλ. φταρνίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτάρνυμαι — και πταίρνω και πτείρω και πτέρομαι ΜΑ, και πτέρνομαι Α μσν. μτφ. (για λύχνο) εκβάλλω, τινάζω σπίθες βίαια ή εκρηκτικά αρχ. φτερνίζομαι («Τηλέμαχος δὲ μέγ ἔπταρεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πτάρ νυ μαι με συνεσταλμένο ριζικό φωνηεντισμό και… … Dictionary of Greek
πταρνίζομαι — και πτερνίζομαι Ν βλ. φτερνίζομαι … Dictionary of Greek
φτάρνισμα — και φτέρνισμα και πτάρνισμα και πτέρνισμα, το, Ν [φταρνίζομαι / φτερνίζομαι / πταρνίζομαι / πτερνίζομαι] αντανακλαστικός σπασμός τών αναπνευστικών μυών που προκαλεί βίαιη και ηχηρή εκπνοή … Dictionary of Greek
φταρνίζομαι — και φτερνίζομαι και πταρνίζομαι και πτερνίζομαι Ν εκβάλλω απότομα και με θόρυβο αέρα από το στόμα και τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτάρνυμαι, κατά τα ρ. σε ίζω, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π στο διαρκές φ (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτερόν: φτερό) … Dictionary of Greek
φταρνίζομαι — και φτερνίζομαι, φταρνίστηκα και φτερνίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πταρνίζομαι — βλ. φταρνίζομαι και φτερνίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φταρνίζομαι — φταρνίστηκα, και φτερνίζομαι φτερνίστηκα, με πιάνει φτάρνισμα, βγάζω από τη μύτη μου αέρα με βίαιο και ηχηρό τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)