Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φτερνίζομαι

См. также в других словарях:

  • φτερνίζομαι — φταρνίζομαι και φτερνίζομαι, φταρνίστηκα και φτερνίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φτερνίζομαι — Ν βλ. φταρνίζομαι …   Dictionary of Greek

  • φτερνίζομαι — βλ. φταρνίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτάρνυμαι — και πταίρνω και πτείρω και πτέρομαι ΜΑ, και πτέρνομαι Α μσν. μτφ. (για λύχνο) εκβάλλω, τινάζω σπίθες βίαια ή εκρηκτικά αρχ. φτερνίζομαι («Τηλέμαχος δὲ μέγ ἔπταρεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πτάρ νυ μαι με συνεσταλμένο ριζικό φωνηεντισμό και… …   Dictionary of Greek

  • πταρνίζομαι — και πτερνίζομαι Ν βλ. φτερνίζομαι …   Dictionary of Greek

  • φτάρνισμα — και φτέρνισμα και πτάρνισμα και πτέρνισμα, το, Ν [φταρνίζομαι / φτερνίζομαι / πταρνίζομαι / πτερνίζομαι] αντανακλαστικός σπασμός τών αναπνευστικών μυών που προκαλεί βίαιη και ηχηρή εκπνοή …   Dictionary of Greek

  • φταρνίζομαι — και φτερνίζομαι και πταρνίζομαι και πτερνίζομαι Ν εκβάλλω απότομα και με θόρυβο αέρα από το στόμα και τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτάρνυμαι, κατά τα ρ. σε ίζω, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π στο διαρκές φ (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτερόν: φτερό) …   Dictionary of Greek

  • φταρνίζομαι — και φτερνίζομαι, φταρνίστηκα και φτερνίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πταρνίζομαι — βλ. φταρνίζομαι και φτερνίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φταρνίζομαι — φταρνίστηκα, και φτερνίζομαι φτερνίστηκα, με πιάνει φτάρνισμα, βγάζω από τη μύτη μου αέρα με βίαιο και ηχηρό τρόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»