Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φρον-έω

См. также в других словарях:

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • φρόνις — εως, ἡ, Α (ποιητ. τ.) φρόνηση, σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρον τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τής λ. φρήν, φρενός + κατάλ. ις (πρβλ. κόν ις, πόλ ις). Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί υστερογενώς κατ επίδραση τού φρόν ι μος] …   Dictionary of Greek

  • Περιγκέ — (Prigueux). Πόλη (π. κάτ.) της ΝΔ Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ντορντόνι. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Ιλ, στο κέντρο της περιοχής Περιγκόρ και διακρίνεται σε τρία τμήματα: τη μεσαιωνική πόλη (Πι Σεν Φρον) στην κορυφή του λόφου, ένα …   Dictionary of Greek

  • Sofrología — La sofrología es como se denomina a una disciplina consistente en un conjunto de técnicas o métodos de relajación (diferente a la hipnosis) y de modificación de estados de conciencia que tiene como objetivo el establecer el equilibrio cuerpo… …   Wikipedia Español

  • неоумьныи — (4*) пр. Лишенный разума: проклѧша и ѡсѹдиша ст҃ии ѡ҃ци. ˫ако несъд҃шьна плоть г҃а нашего і҃с х҃а. г҃лющемѹ и неѹмна... ст҃ии же ѡ҃ци съд҃шьнѹ и ѹмнѹ имѹть плоть г҃а нашего і҃с х҃а КР 1284, 2а; тако же и б҃овидѣць Моиси, провѣдѧ и ѡблича˫а вы… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • επιφρονώ — ἐπιφρονῶ, έω (Α) 1. είμαι ευφυής, συνετός, στοχαστικός 2. (κατά τον Πλάτωνα) επικλείω*, κατακλείω, στον ομηρ. στίχο «ὡς τὴν ἀοιδὴν μᾱλλον ἐπικλείουσ’ ἄνθρωποι», αντί «ἐπιφρονέουσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φρονώ (< φρήν), τ. που εμφανίζει την… …   Dictionary of Greek

  • ευφρόνη — εὐφρόνη, ἡ (Α) 1. η καλή ώρα (κατ ευφ. αντί η νύκτα) («μακραὶ γὰρ καὶ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσί», Ησίοδ.) 2. φρ. «ἄστρων εὐφρόνη» νύχτα γεμάτη αστέρια 3. (στη γεν. εν. ως επίρρ.) εὐφρόνης κατά τη διάρκεια τής νύκτας 4. (κατά τον Ησύχ.) ευφροσύνη.… …   Dictionary of Greek

  • καταφρονίζω — (Μ καταφρονίζω) υποτιμώ την αξία κάποιου πράγματος, περιφρονώ κάτι («λίθον πολλὰ πολύτιμον... ποὺ τὸν καταφρονίζει», Σουμμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. < κατ ε φρόν ησ α, αόρ. τού καταφρον ῶ, κατά το σχήμα ἐ κόμ ισ α: κομ ίζω] …   Dictionary of Greek

  • μόσχημα — μόσχημα, τὸ (Α) μόσχευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. τού μόσχευμα, κατά τα ουσ. σε ήμα (πρβλ. ποί ημα, φρόν ημα)] …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»