Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φρικαλέᾳ

  • 1 φρικαλέα

    φρῑκαλέα, φρικαλέος
    shivering with cold: neut nom /voc /acc pl
    φρῑκαλέᾱ, φρικαλέος
    shivering with cold: fem nom /voc /acc dual
    φρῑκαλέᾱ, φρικαλέος
    shivering with cold: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)
    ——————
    φρῑκαλέαι, φρικαλέος
    shivering with cold: fem nom /voc pl
    φρῑκαλέᾱͅ, φρικαλέος
    shivering with cold: fem dat sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > φρικαλέα

  • 2 φρικαλέᾳ

    Morphologia Graeca > φρικαλέᾳ

См. также в других словарях:

  • φρικαλέα — φρῑκαλέα , φρικαλέος shivering with cold neut nom/voc/acc pl φρῑκαλέᾱ , φρικαλέος shivering with cold fem nom/voc/acc dual φρῑκαλέᾱ , φρικαλέος shivering with cold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρικαλέᾳ — φρῑκαλέαι , φρικαλέος shivering with cold fem nom/voc pl φρῑκαλέᾱͅ , φρικαλέος shivering with cold fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Karoulie — 40°07′21.45″N …   Wikipédia en Français

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • φρικαλέος — α, ο / φρικαλέος, α, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός 2. απαίσιος αρχ. 1. αυτός που αναρριγεί από το ψύχος 2. ο τραχύς στην επιφάνεια («φρικαλέῃσιν ἐπὶ πλευρῇσιν», Ανθ. Παλ.). επίρρ... φρικαλέως και φρικαλέα Ν κατά τρόπο φρικαλέο,… …   Dictionary of Greek

  • φρικαλέως — και φρικαλέα Ν επίρρ. βλ. φρικαλέος …   Dictionary of Greek

  • Γουόλπολ, Χόρας, 4ος κόμης του Όρφορντ — (Horace Walpole, 4th earl of Orford, Λονδίνο 1717 – 1797). Άγγλος συγγραφέας. Σπούδασε στο Ίτον και στο Κέιμπριτζ και πραγαματοποίησε τον μεγάλο γύρο της Ευρώπης με τον ποιητή Τόμας Γκρέι. Από το 1741 έως το 1768 υπήρξε μέλος της βρετανικής… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»