-
1 φρᾱτριακός
φρᾱτριακός, zur φρατρία gehörig, sie betreffend, wie φρατρικός u. φράτριος, Sp.
-
2 φρᾱτριακός
φρᾱτριακός, zur φρατρία gehörig, sie betreffend -
3 φρατριακός
A of the curia, D.H.2.23; φ. ψηφοφορία, = comitia curiata, Id.9.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρατριακός
-
4 φρᾱτριαστικός
-
5 φρᾱτρικός
φρᾱτρικός, = φρατριακός; Ath. 185 c; ἐκκλησία φρατρική, die comitia curiata der Römer, D. Hal. 4, 20.
-
6 φρατριακής
-
7 φρατριακῆς
-
8 φρατριακάς
φρατριακά̱ς, φρατριακόςof the curia: fem acc pl -
9 φρατρικός
A = φρατριακός, ἐκκλησία φ., = Lat. comitia curiata, D.H.4.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρατρικός
См. также в других словарях:
φρατριακός — ή, όν, Α [φράτρα / φρατρία] φρατριατικός* … Dictionary of Greek
φρατριακῆς — φρατριακός of the curia fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρατριακάς — φρατριακά̱ς , φρατριακός of the curia fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)