-
1 φράχτης
[фрахтис] ουσ. а. изгородь, забор, загородка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φράχτης
-
2 забор
-
3 ограда
-
4 изгородь
изгородьж ὁ φράχτης, ὁ φράκτης:живая \изгородь ὁ φυσικός φράχτης. -
5 щит
щитм1. ὁ πίνακας [-αξ], τό ταμπλό (тж. тех.):распределительный \щит эл. ὁ πίνακας διανομής· \щит управления ὁ πίνακας διεύθυνσης·2. (для ограждения, перекрытий) ὁ φράκτης, ὁ φράχτης, τό περίφραγμα/ ὁ ϋδατοφράκτης (шлюза):\щит от снежных заносов φράχτης γιά τό χιόνι·3. (у черепахи и т. п.) τό δστρα-κο[ν]·4. ист. ἡ ἀσπίδα [-ίς]· ◊ поднимать на \щит ἐκθειάζω, προβάλλω. -
6 изгородь
-и θ.φράχτης: живая изгородь φυσικός φράχτης (από χλωρά δέντρα, θάμνους). -
7 ахтерпик
мор. 1. (отсек) το ακραίο πρυμναίο διαμέρισμα του πλοίου 2. (танк) η πρυμναία δεξαμενή ζυγοστάθμισης, разг. το άχτερπικ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ахтерпик
-
8 дверь
η θύρ/α, разг. η πόρτα (ξεν.)на-вешивать - κρεμώ/τοποθετώ τη -бортовая мор. - πλευρική -бортовая грузовая мор. - πλευρική - φόρτωσηςвентиляционная - ηαεροθυρίδα, το άνοιγμα της διόδου αέροςводонепроницаемая - с клиновыми индивидуальными задрайками мор. στεγανή - με σφηνοειδή ξεχωριστά κλείστραводонепроницаемая - с индивидуальными задрайками на раме мор. στεγανή - με ξεχωριστά κλείστρα στο πλαίσιοводонепроницаемая - с клиновыми задрайками и с тягами мор. στεγανή - με σφηνοειδή κλείστρα και με μοχλούςводонепроницаемая - с центральным задраиванием мор. στεγανή - με κεντρικό σύστημα κλεισίματοςгерметичная - ερμητική -, στεγανή -каютная мор. - του θαλάμου/της καμπίναςклинкетная вертикальная - с электроручным приводом мор. ολισθαίνουσα κάθετη ηλεκτροχειροκίνητη -лацпортная мор. - του παραπέτουнаружная - рулевой рубки мор. εξωτερική - της γέφυραςнесгораемая - с жалюзи мор. πυρίμαχη - με περσίδεςодностворчатая - см. однопольная -остеклённая - με γυαλί/τζάμι, η υαλόθυραпереборочная - мор. η πόρτα-φράχτηςплоская - κρυφή -, επίπεδη -пожарная - ανά-γκης/κινδύνουпри закрытых - ях юр. κεκλεισμένων των - ών- с вентиляционной филенкой мор. - με περσίδες εξαερισμούстальная водонепроницаемая навесная наружная - мор. χαλύβδινη υδατοστεγανή κρεμαστή εξωτερική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дверь
-
9 изгородь
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгородь
-
10 палисадник
1. (забор, изгородь) о φράχτης, φράκτης 2. (огороженный садик перед домом) о μικρός περιφραγμένος κήπος μπροστά στο σπίτι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палисадник
-
11 полупереборка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полупереборка
-
12 шлюз
1. мор. ο υδροφράχτης, ο υδατο-φράχτης, η λεκάνη ανύψωσης των υδάτων 2. горн. о θάλαμοςη λεκάνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шлюз
-
13 штакетник
1. (тонкие доски) οι στενές σανίδες (για φράχτη) 2. (изгородь) о φράχτης (από στενές σανίδες).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штакетник
-
14 забор
заборм ὁ φράχτης, τό περιτείχισμα, τό κιγκλίδωμα. -
15 загородка
загородкаж ὁ φράχτης, τό φράγμα, '«κάγκελλα. -
16 запруда
запрудаж ὁ ὑδροφράχτης, ὁ ὑδατο-φράχτης. -
17 низкий
ни́зк||ийприл1. (невысокий) χαμηλός:\низкийая изгородь ὁ χαμηλός φράχτης· \низкийого роста κοντός, κοντού ἀναστήματος· \низкийие цены οἱ χαμηλές τιμές· продавать по \низкийой цене πουλώ φτηνά· \низкийая темпе-рату́ра ἡ χαμηλή θερμοκρασία· \низкийая зар-пли́та τό χαμηλό μεροκάματο· \низкийая квалификация ἡ ἀνεπαρκής είδίκευση· \низкийого качества κακής ποιότητος' \низкийое давление мед. ἡ χαμηλή πίεση, ἡ ὑποτονία·2. (о звуке) χαμηλός, βαθύς, μπάσος·3. (подлый) χαμερπής, πρόστυχος, ποταπός:\низкий поступок ἡ ἀτιμία· <> \низкий поклон ἡ ἐδαφιαία ὑπόκλισις· \низкийая вода τά ρηχά νερά. -
18 ограда
оградаж τό περιτοίχισμα, ὁ τοίχος (стена)/ ὁ περίβολος, ὁ φράχτης (забор, изгородь, плетень). -
19 плетень
плетеньм ὁ φράχτης. -
20 плотина
плотинаж ὁ ὑδατοφράκτης, ὁ ὑδατο-φράχτης, ὁ ὑδροφράκτης, τό φράγμα.
См. также в других словарях:
φράχτης — ο, Ν βλ. φράκτης … Dictionary of Greek
φράχτης — ο 1. φράγμα, τοίχος που περικλείνει χώρο. 2. περίφραγμα χωραφιού, αμπελιού κτλ. από κλαδιά ή αγκαθωτούς θάμνους. 3. όργανο μηχανής που κλείνει ή αποφράζει κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμασιά — η (Α αἱμασιά) 1. τοίχος, φράχτης από πέτρες και χώμα, ξερολιθιά 2. γεν. τείχισμα, περίβολος, φράχτης, μάντρα αρχ. 1. τα τείχη πόλης ή κάστρου 2. το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ.… … Dictionary of Greek
φράκτης — ο, ΝΜΑ, και φράχτης Ν μόνιμο ή πρόχειρο τείχισμα που περικλείει έναν χώρο, φράγμα νεοελλ. 1. περίφραγμα καλλιεργήσιμης έκτασης από κλαδιά ή από αγκαθωτούς θάμνους 2. τεχνολ. φρακτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ τού ρ. φράζω* (ΙΙ) + κατάλ. της*. Ο… … Dictionary of Greek
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
βαστάγι — και βαστάι, το (Μ βαστάγιν) 1. σκοινί ή αλυσίδα από την οποία κρέμεται το καντήλι 2. σκοινί με το οποίο δένεται και εξαρτάται, κρέμεται κάτι νεοελλ. 1. ο κρίκος από τον οποίο κρέμεται το κουδούνι από το περιλαίμιο του ζώου 2. ο τοίχος γύρω από το … Dictionary of Greek
κάγκελο — το (AM κάγκελ[λ]ον) 1. ξύλινη ή σιδερένια ράβδος που μαζί με άλλες, τοποθετημένες σε μικρή απόσταση, σχηματίζει φράχτη, η κιγκλίδα, το δρύφακτο* 2. στον πληθ. τα κάγκελα φράχτης, παραπέτο που σχηματίζεται από ξύλινες ή σιδερένιες ράβδους και… … Dictionary of Greek
κάννα — και κάννη, η (AM κάννα και κάννη) νεοελλ. 1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα 2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες μσν. μέτρο ύψους… … Dictionary of Greek
καλαμερός — καλαμερός, όν (Μ) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καλαμερά φράχτης από καλάμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι + κατάλ. ερός (πρβλ. δροσ ερός, παγ ερός)] … Dictionary of Greek
κλείθρο — το (Α κλεῑθρον, ιων. τ. κλήϊθρον, δωρ. τ. κλᾷθρον, αττ. τ. κλῇθρον) ο μοχλός με τον οποίο κλείνεται η πόρτα, η αμπάρα, ο σύρτης (α. κλῇθρα γὰρ πυλῶν τάδε διοίγεται», Σοφ. β. «τὰ δὲ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ σιδηροῑς κλείθροις και κλεισὶν… … Dictionary of Greek
κλείσμα — το (AM κλεῑσμα) [κλείω (Ι)] 1. περίφραγμα, φράχτης 2. (κατά συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος νεοελλ. μσν. 1. περίβολος 2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος νεοελλ. μσν. 1. περίβολος 2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, εγκλεισμός … Dictionary of Greek