Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

φορτώνω

  • 1 φορτώνω

    1. μετ.
    1) грузить, нагружать; навьючивать; 2) перен. взваливать (на кого-л. что-л.), обременять (кого-л. чём-л.); поручать кому-л. что-л, тяжёлое, трудное; με φόρτωσε με πολλή δουλειά он взвалил на меня большую работу;

    φορτώνω τα λάθη μου σε άλλον — сваливать свою вину на другого;

    3) перен. награждать, наделять (кого-л. чём-л.);
    2. αμετ. грузиться, стоять под погрузкой;

    φορτώνομαι

    1) — быть обременённым (чём-л.);

    2) надоедать, докучать (кому-л.); приставать (к кому-л.);

    μη με φορτώνεσαι! — оставь меня в покое!; — отстань!, не приставай! (разг)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φορτώνω

  • 2 φορτώνω

    [фортоно] р. грузить, нагружать, (ηαθ. φωνή) нагружаться, обременять, надоедать.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φορτώνω

  • 3 φορτώνω

    [фортоно] ρ грузить, нагружать, (ηαθ. φωνή) нагружаться, обременять, надоедать.

    Эллино-русский словарь > φορτώνω

См. также в других словарях:

  • φορτώνω — φορτώνω, φόρτωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φορτώνω — φορτῶ, όω, ΝΜΑ [φόρτος] τοποθετώ φορτίο πάνω σε κάτι, λ.χ. ζώο, μεταφορικό μέσο, έπιπλο (α. «φορτώνω τη βάρκα [το αυτοκίνητο, το μουλάρι, το τραπέζι]» β. «βωμόν τε παμμεγέθη σχίζαις μυρίαις φορτώσαντες», Ηλιόδ. γ. «...τὸ μὲν μικρὸν πλοῑον… …   Dictionary of Greek

  • φορτώνω — φόρτωσα, φορτώθηκα, φορτωμένος 1. μτβ., φορτίζω, βάζω κάπου βάρος, φορτίο, για μεταφορά. 2. μτφ., επιβαρύνω, επιβάλλω σε κάποιον κάτι κοπιαστικό, τον επιφορτίζω, του επωμίζω: Του φόρτωσαν και τη δουλειά του άλλου γραφείου. 3. μεταδίνω κάτι σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταφορτώνω — φορτώνω κάτι εκ νέου από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο …   Dictionary of Greek

  • αλαφροφορτώνω — (για υποζύγια) φορτώνω ελαφρά, βάζω επάνω ελαφρό φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + φορτώνω] …   Dictionary of Greek

  • επισάττω — ἐπισάττω και ἐπισάσσω (Α) [σάττω] τοποθετώ σάγμα (σαμάρι) ή σέλλα σε υποζύγιο, σαμαρώνω, σελλώνω αρχ. 1. φορτώνω πάνω σε κάτι («τὰς δὲ διφθέρας ἐπισάξαντες ἐπὶ τοὺς ὄνους ἀπελαύνουσι εἰς τοὺς Ἀρμενίους», Ηρόδ.) 2. φορτώνω κάποιον με κάτι… …   Dictionary of Greek

  • αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… …   Dictionary of Greek

  • αδικοφορτώνω — 1. επιβάλλω σε κάποιον άδικα την εκτέλεση εργασίας, αγγαρείας 2. μέσ. κατηγορώ άδικα, συκοφαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + φορτώνω] …   Dictionary of Greek

  • αναθέτω — (Α ἀνατίθημι) 1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι 2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω 2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω 3. ιδρύω, ανεγείρω 4. δίνω …   Dictionary of Greek

  • ανεπίσακτος — η, ο χωρίς επίσαξη, ασέλωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επισάττω «φορτώνω, σελώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ανθοφορτώνω — γεμίζω, διακοσμώ, φορτώνω με λουλούδια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»