Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φορτικός

См. также в других словарях:

  • φορτικός — fit for carrying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτικός — ή, ό / φορτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φόρτος] ενοχλητικός, βαρετός (α. «μέ παρακαλούσε με τρόπο φορτικό» β. «φορτικῷ ἀκολουθῶν ὄχλῳ», Λουκιαν. γ. «τὸ κουμβαλεῑν γὰρ τὸν πηλὸν ὡς φορτικὸν ἡγοῦμαι», Πρόδρ.) μσν. δυσνόητος, δύσκολος μσν. αρχ. (για νόμους ή… …   Dictionary of Greek

  • φορτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που επιβαρύνει. 2. μτφ., επιβαρυντικός, ενοχλητικός, βαρετός: Μου έγινε φορτικός· τον φιλοξενώ ένα μήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φορτικά — φορτικός fit for carrying neut nom/voc/acc pl φορτικά̱ , φορτικός fit for carrying fem nom/voc/acc dual φορτικά̱ , φορτικός fit for carrying fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτικώτερον — φορτικός fit for carrying adverbial comp φορτικός fit for carrying masc acc comp sg φορτικός fit for carrying neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτικωτέραις — φορτικός fit for carrying fem dat comp pl φορτικωτέρᾱͅς , φορτικός fit for carrying fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτικωτέρων — φορτικός fit for carrying fem gen comp pl φορτικός fit for carrying masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτικῶν — φορτικός fit for carrying fem gen pl φορτικός fit for carrying masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτικόν — φορτικός fit for carrying masc acc sg φορτικός fit for carrying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτικώτατα — φορτικός fit for carrying adverbial superl φορτικός fit for carrying neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτικώτατον — φορτικός fit for carrying masc acc superl sg φορτικός fit for carrying neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»