-
1 φορτικός
[фортикос] εκ. обременительный, надоедливыйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φορτικός
-
2 надоедливый
-
3 навязчивый
навязчив||ыйприл ἐνοχλητικός, φορτικός, ὀχληρός:\навязчивыйый человек ὁ φορτικός ἀνθρωπος· \навязчивыйый посетитель ὁ ὀχληρός ἐπισκέπτης· ◊ \навязчивыйая идея ἡ Εμμονος ίδέα· \навязчивыйый мотив τό ἐμμονο μοτίβο. -
4 назойливый
назо́йлив||ыйприл ἐνοχλητικός, φορτικός, ὀχληρός:\назойливыйый человек ὁ φορτικός ἀνθρωπος. -
5 докучать
докучатьнесов γίνομαι ὀχληρός, σκοτίζω, παραζαλίζω, ἐνοχλῶ:\докучать просьбами γίνομαι ὀχληρός, γίνομαι φορτικός, γίνομαι βαρετός ζητώντας κάτι. -
6 докучливый
докучливыйприл ἐνοχλητικός, ὀχληρός, φορτικός, ἀνιαρός. -
7 надоедливый
надоедлив||ыйприл βαρετός, ὀχλη-» ἀνιαρός, φορτικός, ἐνοχλητικός: -
8 неотвязный
неотвязн||ыйприл ἔμμονος, ἐνοχλητικός, φορτικός:\неотвязныйая мысль ἡ ἔμμονη ίδέα -
9 несносный
несносныйприл ἀφόρητος, ἀνυπόφορος / βαρετός, φορτικός (надоедливый, скучный):\несносный человек ὁ βαρετός ἀνθρωπος. -
10 опротиветь
опротиветьсов γίνομαι μισητός, γίνομαι ἀηδής, γίνομαι σιχαμερός (вызывать отвращение)/ γίνομαι ἀνιαρός, γίνομαι φορτικός (наскучить). -
11 порог
порогм1. τό κατώφλι[ον]·2. (реки) τό πετρώδες τμήμα ποταμοῦ· ◊ на \порог не пускать кого́-л. ὁὔτε στό κατώφλι δέν τόν ἀφήνω νά πατήσει· обивать чьи́-л. \пороги καταντώ φορτικός, ἐκλιπαρώ. -
12 привязываться
привязывать||ся1. (κ чему-л.) δένομαι, συνδέομαι·2. перен (κ кому-л.) ἀφοσιώνομαι·3. (надоедать) разг ἐνοχλώ, γίνομαι φόρτωμα, κολλώ, γίνομαι φορτικός (или ὀχληρός)·4. (приставать) κολλώ κάποιου, γίνομαι τσιμπούρι:по дороге ко мне привязалась какая-то собака ото δρόμο μέ πήρε στό κατόπι ἔνας σκύλος. -
13 прилипчивый
прилипчивыйприл1. κολλώδης, κολλητικός, γλοιώδης·2. разг перен (надоедливый) φορτικός, ὀχληρός:\прилипчивый человек ὀχληρός ἄνθρωπος, κολλητσίδα·3. разг (о болезни) κολλητικός, μεταδοτικός, -
14 докучливый
επ., βρ: -лив, -а, -оενοχλητικός, οχληρός, βαρετός, φορτικός•-ая му^са ενοχλητική μύγα•
-ые мысли ενοχλητικές σκέψεις.
-
15 навязчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. ενοχλητικός, οχληρός, φορτικός, βαρετός•навязчивый че-ловк ενοχλητικός άνθρωπος•
навязчивый посетитель βαρετός επισκέπτης.
2. μτφ. έμμονος, επίμονος•-ая идея, мысль έμμονη ιδέα, σκέψη.
-
16 надоедливый
επ., βρ: -лив, -а, -оενοχλητικός, οχληρός, φορτικός, βαρετός. -
17 надоесть
-ем, -ешь, -ст, -едим, -едите, -едят, παρλθ. χρ. надоел, -ла, -ло: προστκ. δεν έχει1 ρ.σ. ενοχλώ, γίνομαι ενοχλητικός, βαρετός, φορτικός•-ло бездельничать! βαρέθηκα να κάθομαι χωρίς δουλειά•
он -л мне τον βαρέθηκα•
боюсь надоесть вам φοβάμαι μήπως σας ενοχλήσω•
-ла мне жизнь βαρέθηκα τη ζωή.
-
18 назойливый
επ., βρ: -лив, -а, -оενοχλητικός, οχληρός, φορτικός, βαρετός•назойливый человек ενοχλητικός άνθρωπος•
-ая мысль ενοχλητική σκέψη.
-
19 необременительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноόχι βαρύς, μη καταθλιπτικός• μη φορτικός ελαφρός•-ые налоги υποφερτοί φόροι•
-ая просьба εύκολη αίτηση (χωρίς πολλές φροντίδες).
-
20 неотвязный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноέμμονος, αξεκόλλητος ενοχλητικός, φορτικός•какой ты -! τι ενοχλητικός που είσαι!•
-ая мысль έμμονη ιδέα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φορτικός — fit for carrying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτικός — ή, ό / φορτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φόρτος] ενοχλητικός, βαρετός (α. «μέ παρακαλούσε με τρόπο φορτικό» β. «φορτικῷ ἀκολουθῶν ὄχλῳ», Λουκιαν. γ. «τὸ κουμβαλεῑν γὰρ τὸν πηλὸν ὡς φορτικὸν ἡγοῦμαι», Πρόδρ.) μσν. δυσνόητος, δύσκολος μσν. αρχ. (για νόμους ή… … Dictionary of Greek
φορτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που επιβαρύνει. 2. μτφ., επιβαρυντικός, ενοχλητικός, βαρετός: Μου έγινε φορτικός· τον φιλοξενώ ένα μήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορτικά — φορτικός fit for carrying neut nom/voc/acc pl φορτικά̱ , φορτικός fit for carrying fem nom/voc/acc dual φορτικά̱ , φορτικός fit for carrying fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτικώτερον — φορτικός fit for carrying adverbial comp φορτικός fit for carrying masc acc comp sg φορτικός fit for carrying neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτικωτέραις — φορτικός fit for carrying fem dat comp pl φορτικωτέρᾱͅς , φορτικός fit for carrying fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτικωτέρων — φορτικός fit for carrying fem gen comp pl φορτικός fit for carrying masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτικῶν — φορτικός fit for carrying fem gen pl φορτικός fit for carrying masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτικόν — φορτικός fit for carrying masc acc sg φορτικός fit for carrying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτικώτατα — φορτικός fit for carrying adverbial superl φορτικός fit for carrying neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτικώτατον — φορτικός fit for carrying masc acc superl sg φορτικός fit for carrying neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)