-
1 нагружать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагружать
-
2 зарядить
зарядить 1) γεμίζω 2) φορτίζω \зарядить фотоаппарат βάζω το φιλμ στη μηχανή* * *1) γεμίζω2) φορτίζωзаряди́ть фотоаппара́т — βάζω το φιλμ στη μηχανή
-
3 аккумулятор
1. эл. о ηλεκτρικ/ός συσ-σωρευτ/ήςбортовой - του πλοίου/αεροπλάνου2. (тепловой) о συσσωρευτής (θερμότητας) 3. гидр. о υδραυλικός συσσωρευτής 4. (давления) (пневматический) ο συσσωρευτής του αεροθαλάμου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аккумулятор
-
4 заряжать
1. (эл) φορτίζω 2. (приготовить к действию вкладывая, вставляя, наполняя и т.п) οπλίζω, γεμίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заряжать
-
5 заряжать
заряжатьнесов1. (оружие) γεμίζω, γομώνὠ2. (электрическую батарею) φορτίζω. -
6 грузить
гружу, грузишь κ. -ишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. груженный, βρ: -жен, -а, -о κ. груженный, βρ: -жен, -жена, -жено, ρ.δ.μ.1. φορτώνω, φορτίζω• (για πλοίο) μπαρκάρω, επιβιβάζω.2. τοποθετώ φορτίο.φορτώνομαι, φορτίζομαι• επιβιβάζομαι, μπαρκάρω. -
7 зарядить
-яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заряженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. γεμίζω, οπλίζω•зарядить ружье οπλίζω το όπλο•
фотоаппарат βάζω φιλμ στη φωτογραφική μηχανή•
зарядить капкан χτίζω την παγίδα.
2. φορτίζω•зарядить батарею γεμίζω το συσσωρευτή,
3. αρχίζω να κοπανώ τα ίδια και τα ίδια.4. βρέχει συνέχεια.1. οπλίζομαι•ружье -лось το τουφέκι οπλίστηκε (όπλισε)•
мина -лась η νάρκη εμπυρευματίστηκε.
2. ετοιμάζομαι.3. φορτίζομαι•батарея -лась ο συσσωρευτής φορτίστηκε (γέμισε).
4. εφοδιάζομαι.
См. также в других словарях:
φορτίζω — load pres subj act 1st sg φορτίζω load pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτίζω — φορτίζω, φόρτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φορτίζω — ΝΜΑ [φορτίς, ίδος] νεοελλ. 1. (σχετικά με μπαταρία) ενισχύω το ηλεκτρικό φορτίο, γεμίζω 2. μτφ. προσδίδω ιδιαίτερο βάρος, ένταση, σημασία (α. «η αναφορά στο θέμα τών αγνοουμένων φόρτισε την ατμόσφαιρα» β. «φορτίζει τις φράσεις με έντονο πάθος»)… … Dictionary of Greek
φορτίζω — φόρτισα, φορτίστηκα, φορτισμένος 1. φορτώνω. 2. γεμίζω: Η μπαταρία δεν είναι φορτισμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεφορτισμένα — φορτίζω load perf part mp neut nom/voc/acc pl πεφορτισμένᾱ , φορτίζω load perf part mp fem nom/voc/acc dual πεφορτισμένᾱ , φορτίζω load perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτίζεσθε — φορτίζω load pres imperat mp 2nd pl φορτίζω load pres ind mp 2nd pl φορτίζω load imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτίζετε — φορτίζω load pres imperat act 2nd pl φορτίζω load pres ind act 2nd pl φορτίζω load imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφορτισμέναι — φορτίζω load perf part mp fem nom/voc pl πεφορτισμένᾱͅ , φορτίζω load perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφορτισμένον — φορτίζω load perf part mp masc acc sg φορτίζω load perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφορτισμένων — φορτίζω load perf part mp fem gen pl φορτίζω load perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτιζομένων — φορτίζω load pres part mp fem gen pl φορτίζω load pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)