-
1 φορολογώ
[форолого] р. облагать налогами,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φορολογώ
-
2 налог
налог м о φόρος' облагать \налогом φορολογώ, επιβάλλω φόρο* * *мο φόροςоблага́ть нало́гом — φορολογώ, επιβάλλω φόρο
-
3 обложить
обложить επιβάλλω; \обложить налогом φορολογώ, επιβάλλω φόρο* * *обложи́ть нало́гом — φορολογώ, επιβάλλω φόρο
-
4 налог
ο φόρ/οςльготы на - η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαнеоблагаемый - ом αφορολόγητος, χωρίς φορολογική επιβάρυνσηоблагать - ом φορολογώ, επιβάλλω φόροосвобождение от - ов η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > налог
-
5 налог
налогм ὁ φόρος, τό δόσιμο:земельный \налог ἐγγειος φόρος· подоходный \налог ὁ φόρος (έπί) τοῦ είσοδήματος, ὁ φόρος ἐπιτηδεύματος· прямые и косвенные \налоги οἱ ἄμεσοι καί οἱ ἐμμεσοι φόροι· обложение \налогом ἡ φορολογία· облагать \налогом φορολογώ. -
6 облагать
облагатьнесов (налогом и от. п.) ἐπιβάλλω φόρο[ν], φορολογώ / δασμολογώ (тк. пошлиной). -
7 облагать
[αμπλαγκάτ*] ρ. φορολογώ -
8 облагать
[αμπλαγκάτ'] ρ φορολογώ -
9 наложить
-ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. επιθέτω, επιβάλλω. || θέτω, βάζω, τοποθετώ.2. καλύπτω, σκεπάζω.3. γεμίζω, πληρώ.4. με σημ. ρ. σχηματιζόμενου από το αντικείμενο•арест на имущество κατάσχω την περιουσία•
-запрт απαγορεύω•
наложить налог φορολογώ•
наложить штраф προστιμάρω•
наложить на город контрибуцию επιβάλλω στην πόλη συνεισφορά•
наложить воз дров φορτώνω ένα κάρο καυσόξυλα.
|| γράφω• θεωρώ•наложить резолюцию на заявление γράφω απόφαση πάνω στην αίτηση•
наложить визу θεωρώ διαβατήριο,
5. χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω.εκφρ.наложить печать (-ти) – σφραγίζω, κλείνω (απαγορεύω τη χρησιμοποίηση)•- печать на помещение – σφραγίζω οίκημα•наложить печать на кого – αφήνω τα ίχνη επίδρασης σε κάποιον•наложить руку (лапу)на что – καταχτώ, βάζω κάτω από την επίδραση μου•наложить на себя руки – αυτοκτονώ.
См. также в других словарях:
φορολογώ — φορολογώ, φορολόγησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: φορολογώ, φορολογούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω, αγαπιέμαι (βλ. πίν. 58 , 59 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φορολογώ — φορολογῶ, έω, Ν ΜΑ [φορολόγος] επιβάλλω φόρους ή δασμούς (α. «η κυβέρνηση φορολογεί και τους αγρότες με χαμηλό εισόδημα» β. «πολλὰ μέρη τῆς Σικελίας ἐφορολόγουν», Πολ.) μσν. αρχ. εισπράττω τους φόρους … Dictionary of Greek
φορολογώ — φορολόγησα, φορολογήθηκα, φορολογημένος 1. επιβάλλω φόρους ή δασμούς, δασμολογώ. 2. εισπράττω φόρους ή δασμούς, χαρατσώνω. 3. επιβάλλω σε κάποιον κάποια δαπάνη, του αποσπώ χρήματα για κάποιο σκοπό, τον χαρατσώνω: Με φορολόγησε με πέντε λαχνούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορολόγῳ — φορόλογος tax gatherer masc dat sg φορολόγος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αργυρολογώ — ἀργυρολογῶ ( έω) (Α) [αργυρολόγος] 1. επιβάλλω πληρωμή χρημάτων, συγκεντρώνω χρήματα με τη βία 2. εισπράττω φόρο, φορολογώ … Dictionary of Greek
δασμολογώ — (Α δασμολογῶ, έω) [δασμολόγος] 1. επιβάλλω δασμό, προσδιορίζω τον δασμό που πρέπει να καταβληθεί 2. (για εμπορεύματα) δασμολογούμαι περιλαμβάνομαι στο δασμολόγιο αρχ. 1. εισπράττω ως φόρο («ἀργύριον ἐδασμολόγησεν») 2. (με αιτ. προσ.) φορολογώ… … Dictionary of Greek
εκρομβίζω — ἐκρομβίζω (Α) πιέζω με φορολογία, φορολογώ … Dictionary of Greek
τελωνώ — έω, ΜΑ [τελώνης] φορολογώ κάποιον βαριά (α. «τελωνεῑ τίνα πικρῶς», Στράβ. β. «τελωνουμένους σκληρῶς», πάπ.) αρχ. 1. αγοράζω τους δημόσιους φόρους και τούς εισπράττω («μᾱλλον δὲ προσαιτεῑ και λωποδοτεί καὶ τελωνεῑ», Λουκιαν.) 2. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek
φοροθετώ — έω, Α επιβάλλω φόρο, φορολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + θετῶ ( θέτης < τίθημι), πρβλ. υἱο θετῶ] … Dictionary of Greek
φορολογήσιμος — η, ο, Ν αυτός που μπορεί ή που πρέπει να φορολογηθεί («φορολογήσιμοι ίπποι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φορολογώ + κατάλ. ή σιμος (πρβλ. καλλιεργ ή σιμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ιωάννη Σούτζο] … Dictionary of Greek