-
1 плитка
плитка ж 1) το πλακάκι* облицованный \плиткаой πλακόστρωτος 2) (прибор) η ηλεκτρική κουζίνα ( φορητή)* * *ж1) το πλακάκιоблицо́ванный пли́ткой — πλακόστρωτος
2) ( прибор) η ηλεκτρική κουζίνα (φορητή) -
2 заземление
1. (совокупность мероприятий) η γείωση (διαδικασία) 2. (устройство для соединения «земля») η γείωση (συσκευή)рабочее - εργασίας/λειτουργίαςремонтное - см. временное -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заземление
-
3 стремянка
(лестница) η φορητή σκάλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стремянка
-
4 фен
1. биол. о φαινότυπος 2. (для сушки волос) η ηλεκτρική φορητή συσκευή για το στέγνωμα και χτένισμα των μαλλιών, το σεσουάρ, разг. το (μ)πιστολάκι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фен
-
5 опрыскиватель
опрыск||ивательм с.-х. ἡ φορητή ἀντλία, ὁ ψεκαστήρας. -
6 опылитель
опыл||и́тельм с.-х. ὁ ψεκαστήρ, ἡ φορητή ἀντλία. -
7 портативный
портативн||ыйприл φορητός, μεταφο-ρητός, εὐμετακόμιστος:\портативныйая пишущая машинка ἡ φορητή γραφομηχανή. -
8 стремянка
стремянкаж ἡ φορητή σκάλα. -
9 времянка
-и θ.1. μικρή φορητή σκάλα.2. πρόχειρο, προσωρινό κατασκεύασμα. -
10 гидропульт
-а α.φορητή αντλία. -
11 летучий
-ая, -ееεπ., βρ: -туч, -а, -е.1. ιπτάμενος, πετάμενος. || ικανός για πτήση. || γρήγορος• ασταθής, μη μόνιμος.2. μτφ. φευγαλέος, παροδικός, διαβατικός, περαστικός, πρόσκαιρος.3. πεταχτός, γρήγορος, που γίνεται στα πεταχτά, στα γρήγορα (για συνέλευση, συλλαλητήριο κ.τ.τ.).4. πτητικός•-ие эфирные масла πτητικά αιθέρια έλαια.
εκφρ.- ая мышь – α) νυχτερίδα, β) φορητή λάμπα πετρελαίου•- ая почта – προσωρινό ταχυδρομείο (άμεσων αναγκών)•- ая рыба – εξώκοιτος (ψάρι). -
12 носилки
-лок, -лкам πλθ. φορείο οικοδομικών υλικών, καζάκα. || φορείο υγειονομικό.п παλ. φορητή κλίνη. -
13 переноска
-и θ.1. μεταφορά.2. φορητή λάμπα. -
14 переносный
επ.φορητός, μεταφερόμενος•-ая лампа φορητή λάμπα.
|| μεταφορικός•-ое значение μεταφορική σημασία.
-
15 портативность
-и θ.φορητή δυνατότητα. -
16 портативный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноφορητός•-ая пишущая машинка φορητή γραφομηχανή.
См. также в других словарях:
φορητῇ — φορητός borne fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορητή — φορητός borne fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικόνα, φορητή — Ζωγραφικός πίνακας πάνω σε σανίδα, με παραστάσεις σκηνών και μορφών της χριστιανικής θρησκείας. Οι φ.ε. διακρίνονται βασικά σε δύο είδη: στις λατρευτικές και στις διδακτικές. Οι πρώτες απεικονίζουν ιερά πρόσωπα, οι δεύτερες περιέχουν σκηνές από… … Dictionary of Greek
μαγκάλι — Φορητή συσκευή μέσα στην οποία διατηρούνται αναμμένα ξυλοκάρβουνα για τη θέρμανση μικρών χώρων. Τα μ. κατασκευάζονται από μέταλλο ή από πηλό. Κατά την αρχαιότητα κατασκευάζονταν πολυτελή μ., κυρίως από χαλκό. Η λέξη πάντως είναι αραβικής… … Dictionary of Greek
αερογράφος ή πιστολέτο — Φορητή συσκευή, που χρησιμοποιείται για να επικαλύπτονται επιφάνειες με χρώμα ή βερνίκι γρήγορα και ομοιόμορφα. Αποτελείται από έναν μικρό θάλαμο, όπου τοποθετείται το χρώμα σε υγρή κατάσταση και από μια γραφίδα ή ένα ακροφύσιο ψεκασμού. Από τον… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
φορητός — ή, ό / φορητός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ος Α [φορῶ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταφέρει ή να τόν μετατοπίσει (α. «φορητή συσκευή» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.) αρχ. 1. αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», Πίνδ. β. «ἄστρα φορητά» οι… … Dictionary of Greek
φορητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μεταφέρεται, να μετακομίζεται, ο μετακινητός: Το πολυβόλο είναι φορητό όπλο. 2. αυτός που εύκολα μεταφέρεται, ευκολομετακόμιστος: Αυτή η τηλεόραση είναι φορητή. 3. αυτός που βαστάζεται, που υποβαστάζεται, βασταχτός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ακάθιστος Ύμνος — Ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ψάλλεται σε ιδιαίτερη ακολουθία (την Ακάθιστο) κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο ύμνος αυτός είναι από τα έμμετρα λυρικά χριστιανικά εγκώμια που αποτελούνται από ένα προοιμιακό τροπάριο και από μια σειρά στροφών, με … Dictionary of Greek