Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φοιτώ

  • 1 φοιτώ

    [фито] р. посещать лекции, занятия в учебном заведении,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φοιτώ

  • 2 доучить

    -учу, -учишь ρ.σ.μ.
    1. απομαθαίνω• μαθαίνω τέλεια ή ως ένα βαθμό" доучить таблицу умножения μαθαίνω καλά την προπαίδεια της αριθμητικής•

    доучить ребнка до осени μαθαίνω ή προγυμνάζω το παιδί ως το Φθινόπωρο•

    доучить стихотворение до середины μαθαίνω το ποίημα ως τη μέση.

    1. αποπερατώνω τις σπουδές.
    2. μαθαίνω, σπουδάζω ως•

    доучить до восьмого класса φοιτώ ως την όγδοη τάξη•

    доучить до зимы φοιτώ ως το χειμώνα.

    3. μελετώ τόσο πολύ που...• он -лся до того, что заболел αυτός αρρώστησε α-πο την πολλή μελέτη.

    Большой русско-греческий словарь > доучить

  • 3 обучить

    обучить εκπαιδεύω, μαθαίνω, διδάσκω \обучиться σπουδάζω, φοιτώ
    * * *
    εκπαιδεύω, μαθαίνω, διδάσκω

    Русско-греческий словарь > обучить

  • 4 обучиться

    σπουδάζω, φοιτώ

    Русско-греческий словарь > обучиться

  • 5 учить

    учить 1) (что-л.) μαθαίνω, μελετώ 2) (кого-л.) διδάσκω, μαθαίνω \учиться μαθαίνω· σπουδάζω, φοιτώ (получать образование)
    * * *
    1) (что-л.) μαθαίνω, μελετώ
    2) (кого-л.) διδάσκω, μαθαίνω

    Русско-греческий словарь > учить

  • 6 учиться

    μαθαίνω; σπουδάζω, φοιτώ ( получать образование)

    Русско-греческий словарь > учиться

  • 7 ходить

    ходить
    несов
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω:
    не уметь \ходить δέν μπορώ νά περπατήσω· начать \ходить ἀρχίζω νά περπατώ· \ходить большими шагами βαδίζω μέ μεγάλα βήματα· \ходить взад и вперед πηγαινοέρχομαι· \ходить на лыжах κάνω σκί· \ходить в разведку πηγαίνω σέ ἀνίχνευση· \ходить на четвереньках ἀρκουδίζω, βαδίζω μέ τά τέσσαρα·
    2. (в чем-л.) φορώ:
    \ходить в шубе φορώ γούνα· \ходить босиком βαδίζω ξυπόλυτος· \ходить.в очках φορώ ματογιάλια· \ходить в шляпе φορώ καπέλλο· 3, (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:
    \ходить в школу πηγαίνω (или φοιτώ) στό σχολείο· \ходить в театр πηγαίνω στό θέατρο· \ходить по музеям συχνάζω στά μουσεία· \ходить по врачам γυρίζω στους γιατρούς· \ходить в гости πηγαίνω σέ ἐπίσκεψη, ἐπισκέπτομαι· \ходить на лекции πηγαίνω στίς παραδόσεις·
    4. (о поездах, пароходах и т. п.) πηγαίνω, κυκλοφορώ·
    6. (о часах) πηγαίνω:
    часы ходят верно то ро-λογι πηγαίνει καλά· мой часы не ходят τό ρολόγι μου σταμάτησε· в. (в игре) κινώ/ карт. ρίχνω:
    \ходить пешкой κινώ τό πιόνι· \ходить с козыря ρίχνω ἀτού· вам \ходить εἶναι ἡ σειρά σας (στό παιγνίδι)·
    7. (заботиться, ухаживать) разг περιποιούμαι, ἐπιμελοῦμαι:
    \ходить за больным περιποιούμαι τόν ἀσθενή, κυττάζω τόν ἄρρωστο· \ходить за ребенком περιποιοῦμαι τό μωρό· \ходить за лошадью περιποιοῦμαι τό ϋλογο·
    8. (о деньгах) κυκλοφορώ· ◊ \ходить на медведя πηγαίνω στό κυνήγι ἀρκούδα· ходят слу́-хи... διαδίδεται..., κυκλοφορεί ἡ φήμη (ότι)...· \ходить гоголем разг κορδώνομαι, περ(ι)πατῶ κορδωμένος· \ходить вокру́г да около στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω· \ходить по́ миру (просить милостыню) ζητιανεύω, ψωμοζητώ, ἐπαιτώ· \ходить по рукам κυκλοφορώ ἀπό χέρι σέ χέρι· \ходить на задних лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > ходить

См. также в других словарях:

  • φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… …   Dictionary of Greek

  • φοιτώ — φοιτώ, φοίτησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: φοιτώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται στον ενεστ. και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 59 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φοιτώ — φοίτησα 1. αμτβ., πηγαίνω στο σχολείο, είμαι σπουδαστής, μαθητεύω, παρακολουθώ μαθήματα: Φοίτησα στη γεωπονική σχολή. 2. συχνάζω κάπου, πηγαίνω εκεί συχνά, επισκέπτομαι συχνά: Φοιτά στις κοσμικές ταβέρνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοιτῶ — φοιτάω go to and fro pres imperat mp 2nd sg φοιτάω go to and fro pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φοιτάω go to and fro pres ind act 1st sg (attic epic ionic) φοιτάω go to and fro pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) φοιτάω go to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοίτῳ — φοί̱τῳ , φοῖτος a repeated going masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφοιτώ — συμφοιτῶ, άω, ΝΑ, και ιων. τ. συμφοιτῶ, έω, και αττ. τ. ξυμφοιτῶ, άω, Α νεοελλ. φοιτώ στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολή με κάποιον άλλον αρχ. 1. συχνάζω στο ίδιο μέρος με άλλον 2. φοιτώ στο ίδιο διδασκαλείο με άλλον 3. (σχετικά με σύγκλητο, βουλή …   Dictionary of Greek

  • καταφοιτώ — καταφοιτῶ, άω AM, Α και ιων. τ. έω (επιτ. τ. τού φοιτώ) μσν. καταλήγω («καὶ κατεφοίτα πρὸς τὴν πρᾱξιν ὁ λόγος», Θεοφύλ.Σιμ.) αρχ. 1. κατέρχομαι, κατεβαίνω, επιφοιτώ 2. κατεβαίνω συνεχώς ή τακτικά, όπως τα άγρια θηρία κατεβαίνουν από τα βουνά για… …   Dictionary of Greek

  • προσφοιτώ — άω, ΜΑ 1. πορεύομαι ή έρχομαι σε κάποιο μέρος συχνά («οὐδὲ προσφοιτᾷ πρός τι... τῶν ἐν τῇ πόλει κουρείων», Δημοσθ.) 2. συναναστρέφομαι με κάποιον αρχ. 1. φοιτώ σε κάποιο δάσκαλο 2. μτφ. επισκέπτομαι («τὰ κακὰ προσφοιτᾷ πρὸς τὸ γῆρας», Αντιφάν.).… …   Dictionary of Greek

  • φοιτίζω — Α (ποιητ. τ.) συχνάζω κάπου, φοιτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ, πιθ. κατά το θαμίζω] …   Dictionary of Greek

  • Αμφιφοίτας — ο ανδρικό όνομα στη Μυκηναϊκή (a pi qo i ta). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + φοίτας < φοιτῶ] …   Dictionary of Greek

  • Θρακοφοίτης — Θρᾳκοφοίτης, ὁ (Α) αυτός που πηγαίνει συχνά στη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴκη + φοιτης < φοιτώ (πρβλ. ουρανο φοίτης, υψι φοίτης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»