-
1 φοιτητικός
η, ο[ν] студенческий -
2 φοιτητικός
[фититикос] εκ. студенческий.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φοιτητικός
-
3 φοιτητικός
[фититикос] επ студенческий. -
4 общежитие
общежитие с το κοινόβιο· студенческое \общежитие о φοιτητικός οίκος* * *сτο κοινόβιοстуде́нческое общежи́тие — ο φοιτητικός οίκος
-
5 студенческий
-
6 студеический
студеи||ческийприл φοιτητικός. -
7 студенческий
[στουντιέντσισκιϊ] εκ. σπουδαστικός, φοιτητικός -
8 студенческий
[στουντιέντσισκιϊ] επ σπουδαστικός, φοιτητικός -
9 курсантский
επ.φοιτητικός, σπουδαστικός. -
10 студенческий
επ.φοιτητικός, του σπουδαστή•студенческий билет φοιτητική ταυτότητα.
См. также в других словарях:
φοιτητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φοίτηση ή στον φοιτητή (α. «φοιτητικό εισιτήριο» β. «φοιτητικά χρόνια») 2. αυτός που αρμόζει σε φοιτητή ή αυτός που γίνεται από φοιτητή (α. «φοιτητική ζωή» β. «φοιτητική συγκέντρωση» γ. «φοιτητικό… … Dictionary of Greek
φοιτητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φοιτητή: Φοιτητικό αναγνωστήριο. 2. αυτός που ταιριάζει σε φοιτητή, που γίνεται από φοιτητή: Φοιτητική ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φοιτητικώς — ΜΑ επίρρ. με πεζοπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτητός, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *φοιτητικός] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Φιτζέραλντ, Φράνσις Σκοτ — (Fitzerald, Σεντ Πολ, Μινεζότα 1896 – Χόλιγουντ 1940). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος ενός κτηματία των Νότιων Πολιτειών και μιας πλούσιας καθολικής Ιρλανδής, γράφτηκε στο φημισμένο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, όπου υπήρχε ένας περίφημος φοιτητικός… … Dictionary of Greek
φοιτητόκοσμος — ο το σύνολο των φοιτητών, ο φοιτητικός κόσμος, το φοιτηταριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)