Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φιλόχρηστος

См. также в других словарях:

  • φιλόχρηστος — loving goodness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόχρηστος — ον, Α αυτός που αγαπά την χρηστότητα, την τιμιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χρηστός (πρβλ. μισό χρηστος, πολύ χρηστος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλόχρηστον — φιλόχρηστος loving goodness masc/fem acc sg φιλόχρηστος loving goodness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρήστου — φιλόχρηστος loving goodness masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»