-
1 φιλοχρηστος
См. также в других словарях:
φιλόχρηστος — loving goodness masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόχρηστος — ον, Α αυτός που αγαπά την χρηστότητα, την τιμιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χρηστός (πρβλ. μισό χρηστος, πολύ χρηστος)] … Dictionary of Greek
φιλόχρηστον — φιλόχρηστος loving goodness masc/fem acc sg φιλόχρηστος loving goodness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρήστου — φιλόχρηστος loving goodness masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)