Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φιλάρετος

См. также в других словарях:

  • Φιλάρετος — lover of virtue masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάρετος — lover of virtue masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλάρετος, Γεώργιος — (Χαλκίδα 1848 – Αθήνα 1929). Έλληνας νομικός, πολιτικός και δημοσιογράφος. Απόφοιτος και διδάκτορας (1871) της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας, ασχολήθηκε περισσότερο με τη δημοσιογραφία και την πολιτική παρά με τη δικηγορία που… …   Dictionary of Greek

  • φιλάρετος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν πλούσιος γεωργός που καταγόταν από την Παφλαγονία. Έζησε τον 8o αι. και διακρίθηκε για τη φιλανθρωπική δράση του. Παντρεύτηκε την εγγονή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ’ του Πορφυρογέννητου, Μαρία, και… …   Dictionary of Greek

  • φιλάρετον — φιλάρετος lover of virtue masc/fem acc sg φιλάρετος lover of virtue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλαρέτοις — Φιλάρετος lover of virtue masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαρέτοις — φιλάρετος lover of virtue masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλαρέτου — Φιλάρετος lover of virtue masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαρέτου — φιλάρετος lover of virtue masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλαρέτους — Φιλάρετος lover of virtue masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαρέτους — φιλάρετος lover of virtue masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»