-
1 φιλόξενος
[филоксэнос] яг. гостеприимный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φιλόξενος
-
2 гостеприимный
-
3 гОстеприимный
гОстеприим||ныйприл φιλόξενος. -
4 хлебосол
хлебосолм ὁ φιλόξενος. -
5 хлебосольный
хлебосол||ьныйприл φιλόξενος. -
6 гостеприимный
[*][γκασππράμνυή εκ. φιλόξενος -
7 хлебосол
[χλιεμπασόλ] ουσ. α. φιλόξενος -
8 гостеприимный
[*][γκασππράμνυή επ φιλόξενος -
9 хлебосол
[χλιεμπασόλ] ουσ α φιλόξενος -
10 странноприимный
επ. παλ. φιλόξενος•-ая госпожа φιλόξενη κυρία.
εκφρ.странноприимный дом – γηροκομείο, πτωχοκομείο. -
11 хлебосол
-а α.ο φιλόξενος. -
12 хлебосольный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноφιλόξενος•-ая семья φιλόξενη οικογένεια.
См. также в других словарях:
Φιλόξενος — loving strangers masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόξενος — loving strangers masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόξενος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής διθυράμβων από τα Κύθηρα (435 – 380 ή 379). Όταν οι Αθηναίοι κυρίευσαν την πατρίδα του, μεταφέρθηκε στην Αθήνα αιχμάλωτος και έγινε αρχικά δούλος και έπειτα απελεύθερος του διθυραμβοποιού Μελανιππίδη.… … Dictionary of Greek
φιλόξενος — η, ο επίρρ. α ο πρόθυμος να υποδέχεται και να περιποιείται με φιλοφροσύνη τους ξένους στο σπίτι του: Οι φίλοι σας είναι φιλόξενοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοξενωτάτων — φιλόξενος loving strangers fem gen superl pl φιλόξενος loving strangers masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξενώτατον — φιλόξενος loving strangers masc acc superl sg φιλόξενος loving strangers neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξένως — φιλόξενος loving strangers adverbial φιλόξενος loving strangers masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόξεινον — φιλόξενος loving strangers masc/fem acc sg φιλόξενος loving strangers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόξενον — φιλόξενος loving strangers masc/fem acc sg φιλόξενος loving strangers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξεινότατος — φιλόξενος loving strangers masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξενωτάτην — φιλόξενος loving strangers fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)