-
1 φιλοχρημοσυνη
ἡ Plat., Plut., Anth. = φιλοχρηματία См. φιλοχρηματια
См. также в других словарях:
φιλοχρημοσύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρημοσύνῃ — φιλοχρημοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρημοσύνη — ἡ, Α [φιλοχρήμων, ονος] φιλοχρηματία … Dictionary of Greek
φιλοχρημοσύνην — φιλοχρημοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρημοσύνης — φιλοχρημοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοχρημοσύνα — φιλοχρημοσύνᾱ , φιλοχρημοσύνη fem nom/voc/acc dual φιλοχρημοσύνᾱ , φιλοχρημοσύνη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)