-
1 φιλοτιμεομαι
(fut. φιλοτιμήσομαι - поздн. Diod. φιλοτιμηθήσομαι; aor. ἐφιλοτιμήθην - поздн. Polyb. ἐφιλοτιμησάμην; pf. πεφιλοτίμημαι)1) стремиться к почестям, быть честолюбивым Plat., Dem.2) считать для себя вопросом честиφ. ἐπί и ἔν τινι Plat., ὑπέρ τινος Isocr., περί и ἀπό τινος и περί τι Plut., εἴς τι Diod. — искать себе чести в чем-л.;
φιλοτιμούμενοι, ὅτι ποιεῖν τι δύνανται Lys. — считая для себя вопросом чести, что могут что-л. сделать;φ. φίλῳ τινὴ χρῆσθαι Xen. — считать для себя честью дружить с кем-л.;φ. πρὸς τοὺς ἄλλους Plat. — гордясь (хвастаясь) перед другими;φ. πρὸς ἀλλήλους Plat. — соревноваться друг с другом;πρὸς ἃ ἐγὼ φιλοτιμοῦμαι Xen. — цели моего честолюбия, т.е. мои стремления;μέ φιλοτιμοῦ ἐλέγχων Plat. — не старайся во что бы то ни стало опровергнуть (других)3) чувствовать себя задетымεἰδώς με μάχιμον ὄντα φιλοτιμούμενος Arph. — он знает, что я храбр, и завидует;
ἀπέπλευσαν φιλοτιμηθέντες, ὅτι … Xen. — они отплыли, задетые (обиженные) тем, что … -
2 φιλοτιμέομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φιλοτιμέομαι
-
3 φιλοτιμέομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φιλοτιμέομαι
-
4 φιλοτιμέομαι
стараться, усердствовать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φιλοτιμέομαι
-
5 αντιφιλοτιμεομαι
-
6 διαφιλοτιμεομαι
соревноватьсяδ. ὑπὲρ ἡγεμονίας πρός τινα Plut. — оспаривать у кого-л. первенство
-
7 συμφιλοτιμεομαι
1) из тщеславия стремиться, из честолюбия соперничать или подражать(τινι и εἴς τι Diod.; πρός τι Plut.)
2) соревноваться(τινι Plut.)
3) (из честолюбия) покровительствовать, оказывать поддержку(τοῖς μαντεύμασιν Plut.)
-
8 5389
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5389
См. также в других словарях:
φιλοτιμεῖσθ' — φιλοτῑμεῖσθε , φιλοτιμέομαι love pres imperat mp 2nd pl (attic epic) φιλοτῑμεῖσθε , φιλοτιμέομαι love pres opt mp 2nd pl (epic ionic) φιλοτῑμεῖσθε , φιλοτιμέομαι love pres ind mp 2nd pl (attic epic) φιλοτῑμεῖσθαι , φιλοτιμέομαι love pres inf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτιμεῖσθε — φιλοτῑμεῖσθε , φιλοτιμέομαι love pres imperat mp 2nd pl (attic epic) φιλοτῑμεῖσθε , φιλοτιμέομαι love pres opt mp 2nd pl (epic ionic) φιλοτῑμεῖσθε , φιλοτιμέομαι love pres ind mp 2nd pl (attic epic) φιλοτῑμεῖσθε , φιλοτιμέομαι love imperf ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφιλοτιμημένα — πεφιλοτῑμημένα , φιλοτιμέομαι love perf part mp neut nom/voc/acc pl πεφιλοτῑμημένᾱ , φιλοτιμέομαι love perf part mp fem nom/voc/acc dual πεφιλοτῑμημένᾱ , φιλοτιμέομαι love perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφιλοτιμημένον — πεφιλοτῑμημένον , φιλοτιμέομαι love perf part mp masc acc sg πεφιλοτῑμημένον , φιλοτιμέομαι love perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφιλοτιμημένων — πεφιλοτῑμημένων , φιλοτιμέομαι love perf part mp fem gen pl πεφιλοτῑμημένων , φιλοτιμέομαι love perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφιλοτιμήμεθα — πεφιλοτῑμήμεθα , φιλοτιμέομαι love perf ind mp 1st pl πεφιλοτῑμήμεθα , φιλοτιμέομαι love plup ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφιλοτίμησο — πεφιλοτί̱μησο , φιλοτιμέομαι love perf imperat mp 2nd sg πεφιλοτί̱μησο , φιλοτιμέομαι love plup ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτιμεομένων — φιλοτῑμεομένων , φιλοτιμέομαι love pres part mp fem gen pl (epic doric ionic aeolic) φιλοτῑμεομένων , φιλοτιμέομαι love pres part mp masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτιμηθέντα — φιλοτῑμηθέντα , φιλοτιμέομαι love aor part mp neut nom/voc/acc pl φιλοτῑμηθέντα , φιλοτιμέομαι love aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτιμησαμένων — φιλοτῑμησαμένων , φιλοτιμέομαι love aor part mp fem gen pl φιλοτῑμησαμένων , φιλοτιμέομαι love aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοτιμησομένων — φιλοτῑμησομένων , φιλοτιμέομαι love fut part mp fem gen pl φιλοτῑμησομένων , φιλοτιμέομαι love fut part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)