-
1 перегостить
-гощу, -гостишьρ.σ. (απλ.)1. φιλοξενούμαι,.2. φιλοξενούμαι, σε όλους ή. σε πολλούς. || μένω φιλοξενούμενος πολύ, το παρακάνω. -
2 прогостить
ρ.σ. φιλοξενούμαι (για ένα χρον. διάστημα)•прогостить целую неделю φιλοξενούμαι ολόκληρη βδομάδα.
-
3 гостить
-
4 гостить
гоститьнесоз. βρίσκομαι (или μένω) κάπου σἄν μουσαφίρης (или φιλοξενούμενος), φιλοξενούμαι, διαμένω. -
5 гость
гост||ьм ὁ ξένος, ὁ φιλοξενούμενος, ὁ μουσαφίρης:незваный \гость ἀπρόσκλητος μουσαφίρης· почетный \гость ἐπίσημος ξένος· вы у нас редкий \гость σπάνια μας ἐπισκέπτεσθε· звать в \гостьи (προσ)καλὠ στό σπίτι μου· идти в \гостьи πηγαίνω ἐπίσκεψη· принимать \гостьей δέχομαι ἐπισκέπτες· быть в \гостьях φιλοξενούμαι, εἶμαι μουσαφίρης· ◊ в \гостьях хорошо, а дома лучше погоз. ^ σπίτι μου σπιτάκι μου καί σπιτοκαλυβάκι μου. -
6 гостить
[γκαστίτ'] ρ. φιλοξενούμαι -
7 гостить
[γκαστίτ'] ρ φιλοξενούμαι -
8 гостить
гощу, гостишь, ρ.δ. φιλοξενούμαι. -
9 гость
-я, γεν. πλθ. -ей.1. φιλοξενούμενος, επισκέπτης, μουσαφίρης•идти в -и πηγαίνω μουσαφίρης•
быть в -ях φιλοξενούμαι•
незванный гость ακάλεστος μουσαφίρης•
желанный гость ευπρόσδεκτος μουσαφίρης•
почетный гость τιμητός ξένος (φιλοξενούμενος)•
вы у нас редкий гость σπάνια μας επισκέπτεστε, σαν τα χιόνια.
|| ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, προσκαλεσμένος.2. προσκαλεσμένος (σε συνέλευση, συνεδρίαση κ.τ.τ.)• места для -ей θέσεις για τους προσκαλεσμένους.3. έμπορος (συνήθως αλλοδαπός).εκφρ.из -ей прийти (вернуться – κ.τ.τ.) έρχομαι από φιλοξενία•в -ях хорошо, а дома лучше – σπίτι μου σπιτάκι μου, φτωχοκαλυβάκι μου ή ιδία εστία πάντων άριστος παρμ. -
10 нагоститься
-ошусь, -остишьяρ.σ. φιλοξενούμαι επ αρκετό. -
11 отгостить
-ощу, -остишьρ.σ. φιλοξενούμαι, είμαι φιλοξενούμενος. -
12 погостить
ρ.σ. φιλοξενούμαι (για ένα χρονικό διάστημα).
См. также в других словарях:
φιλοξενούμαι — φιλοξενούμαι, φιλοξενήθηκα, φιλοξενημένος βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενεστιώμαι — ἐνεστιῶμαι, άομαι (Α) [εστιώμαι] συμποσιάζω ή φιλοξενούμαι σε έναν τόπο («ἦν... ἱλαραὶ κλισίαι τοῑς ἐνεστιᾱσθαι θέλουσιν», Λουκ.) … Dictionary of Greek
επιξενούμαι — ἐπιξενοῡμαι, όομαι (AM) [επίξενος] φιλοξενούμαι μσν. 1. ταξιδεύω 2. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ταξιδιώτης αρχ. 1. μένω στην αλλοδαπή, ξενιτεύομαι («μὴ πρέπειν ἐπιξενοῡσθαι τοῑς τηλικούτοις», Ισοκρ.) 2. πάπ. επισκέπτομαι άλλον τόπο 3. έχω σχέσεις… … Dictionary of Greek
εστιώ — (ΑΜ ἑστιῶ, άω, Α και ιων. και δωρ. ἱστιάω) [εστία] παραθέτω γεύμα, προσκαλώ σε εστίαση, κάνω το τραπέζι, φιλεύω, περιποιούμαι, φιλοξενώ μσν. αρχ. μέσ. ἑστιῶμαι τρώω αρχ. 1. (στην Αθήνα) παρέχω δημόσιο συμπόσιο ή γεύμα στους συμφυλέτες μου 2. (για … Dictionary of Greek
καλυβίζομαι — (Μ) [καλύβι] βρίσκω κατάλυμα, φιλοξενούμαι … Dictionary of Greek
καταλύω — (AM καταλύω) 1. αφανίζω, καταστρέφω 2. (ιδίως για πολιτικά συστήματα, κράτη, εξουσίες) καταργώ, ανατρέπω, διαλύω 3. τρώγω κατ εξαίρεση τροφή που δεν είναι νηστήσιμη νεοελλ. 1. (για τμήμα στρατού) σταθμεύω κάπου για ανάπαυση ή για διανυκτέρευση 2 … Dictionary of Greek
καταξενούμαι — καταξενοῡμαι, όομαι (Α) γίνομαι δεκτός ως ξένος, μέ φιλοξενεί κάποιος με ευχαρίστηση («καταινέσαντα καὶ κατεξενωμένον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ξενοῦμαι «φιλοξενούμαι»] … Dictionary of Greek
προεπιξενούμαι — όομαι, Α γίνομαι προηγουμένως δεκτός ως φιλοξενούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπιξενοῦμαι «φιλοξενούμαι»] … Dictionary of Greek
φιλόξενος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής διθυράμβων από τα Κύθηρα (435 – 380 ή 379). Όταν οι Αθηναίοι κυρίευσαν την πατρίδα του, μεταφέρθηκε στην Αθήνα αιχμάλωτος και έγινε αρχικά δούλος και έπειτα απελεύθερος του διθυραμβοποιού Μελανιππίδη.… … Dictionary of Greek