-
1 целоваться
-
2 целовать
-лую, -луешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. целованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.μ. φιλώ, ασπάζομαι.φιλιούμαι.
См. также в других словарях:
φιλιοῦμαι — φιλιόω make a friend of pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλώ — (I) άω, Ν βλ. φιλώ (II). (II) φιλῶ, έω, ΝΜΑ, και φιλώ, άω, και μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι, Ν, και αιολ. τ. φίλημμι και βοιωτ. τ. φίλειμι Α [φίλος] 1. δίνω φιλί, ασπάζομαι (α. «τὸν αγκάλιασε και τὸν φίλησε» β. «φιλεῑν κατὰ τὸ στόμα», Ανθ. Παλ.) 2 … Dictionary of Greek
προφιλιούμαι — όομαι, Α [φιλιοῡμαι] μου συμπεριφέρονται φιλικά προηγουμένως … Dictionary of Greek
φιλώ — φίλησα, φιλήθηκα, φιλημένος 1. δίνω φίλημα, ασπάζομαι: Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις φίλα το (παροιμ.). 2. το ενεργ. με αλληλοπάθεια όπως το μέσ., φιλιούμαι και φιλιέμαι, αλλάζω φίλημα, δίνω και παίρνω φιλί αμοιβαία: Πιάνονται κι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)