Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φιλειρηνικός

См. также в других словарях:

  • φιλειρηνικός — ή, ό / φιλειρηνικός, ή, όν, ΝΜ [φιλείρηνος] αυτός που αγαπά την ειρήνη, ειρηνόφιλος νεοελλ. αυτός που αποβλέπει στην διασφάλιση τής ειρήνης («φιλειρηνική κίνηση») …   Dictionary of Greek

  • φιλειρηνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αγαπάει την ειρήνη, ο φίλος της ειρήνης, ο ειρηνόφιλος, ο ειρηνιστής. 2. αυτός που αναφέρεται στην εξασφάλιση της ειρήνης: Φιλειρηνική πολιτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… …   Dictionary of Greek

  • άμαχος — η, ο (Α ἄμαχος, ον) 1. αυτός που δεν παίρνει ή δεν πήρε μέρος σε μάχη ή σε πόλεμο 2. ο μη επιρρεπής προς τη μάχη, φιλειρηνικός, απόλεμος 3. ο μη μάχιμος αρχ. 1. (για πρόσωπα) ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος, αήττητος 2. (για τόπους ή τοποθεσίες)… …   Dictionary of Greek

  • φιλείρηνος — ον, Μ φιλειρηνικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + είρηνος (< εἰρήνη)] …   Dictionary of Greek

  • φιλειρηνικότητα — η, Ν η αγάπη για την ειρήνη, ειρηνοφιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλειρηνικός. Η λ., στον λόγιο τ. φιλειρηνικότης, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φιλειρηνιστικός — ή, ό, Ν [φιλειρηνιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλειρηνισμό 2. αυτός που υποστηρίζει τον φιλειρηνισμό, φιλειρηνικός («φιλειρηνιστική οργάνωση») …   Dictionary of Greek

  • Άνκος Μάρκιος — (Ancus Marcius, 7ος αι. π.Χ.). Ο φερόμενος ως τέταρτος βασιλιάς της Ρώμης (θεωρείται και μυθολογικό πρόσωπο), φιλειρηνικός, όπως και o παππούς του Νουμάς. Λέγεται ότι ανανέωσε τους θρησκευτικούς θεσμούς, υποχρεώθηκε σε πολέμους με τους Λατίνους,… …   Dictionary of Greek

  • Βουργουνδία — (Bourgogne). Διοικητική περιφέρεια (31.582 τ. χλμ., 1.610.067 κάτ. το 1999) της κεντροανατολικής Γαλλίας, η οποία διαιρείται στα διαμερίσματα Ιόν (Yonne), Χρυσή Ακτή (Côte d’Or), Σον ε Λουάρ (Saône et Loire) και Νιέβρ (Nièvre). Η Β. είναι κατά το …   Dictionary of Greek

  • Γκρέι, Έντουαρντ — (Sir Edward Grey, 1863 – 1933).Άγγλος πολιτικός. Ήταν εγγονός του αποικιακού διοικητή σερ Τζορτζ Γκρέι. Διετέλεσε βουλευτής της φιλελεύθερης δεξιάς (1885), υφυπουργός Εξωτερικών (1892 95) και υπουργός στην κυβέρνηση Κάμπελ Μπάνερμαν επί έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ορμίσδας — I Όνομα πέντε ηγεμόνων της Περσίας από τη δυναστεία των Σασανιδών. 1. Ο. Α’ (271 272). Διακρίθηκε για την ανεξιθρησκεία του. 2. Ο. Β’ (303 309). Γιος του βασιλιά Ναρσή, τον διαδέχτηκε μετά την παραίτησή του. Ήταν φιλειρηνικός μονάρχης αλλά οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»