Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φιλίππειον

См. также в других словарях:

  • φιλίππειον — of Philip neut nom/voc/acc sg φιλίππειος of Philip masc/fem acc sg φιλίππειος of Philip neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλιππεῖον — Φιλιππεῖος masc acc sg Φιλιππεῖος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλίππειον — Φιλίππειος of Philip masc acc sg Φιλίππειος of Philip neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλιππείου — φιλίππειον of Philip neut gen sg φιλίππειος of Philip masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλιππείων — φιλίππειον of Philip neut gen pl φιλίππειος of Philip masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • φιλίππειος — α, ο / φιλίππειος, εία, ον, ΝΑ [Φίλιππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον βασιλιά τής Μακεδονίας Φίλιππο Β , πατέρα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι φιλίππειοι (ενν. στατήρες) (στην αρχ.) χρυσά νομίσματα που κόπηκαν από… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • κορινθιακός ρυθμός — Ο τρίτος και μεταγενέστερος ρυθμός της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, μετά από τον δωρικό και τον ιωνικό. Συνιστά παραλλαγή του ιωνικού, από τον οποίο διαφέρει μόνο στη μορφή του κιονόκρανου. Το κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από τον κάλαθο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»