-
1 φθινοπωρινος
-
2 φθινοπωρινός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φθινοπωρινός
-
3 φθινοπωρινός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φθινοπωρινός
-
4 φθινοπωρινός
η, ό[ν] осенний -
5 φθινοπωρινός
(поздне)осенний.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φθινοπωρινός
-
6 φθινοπωρινός
[фтинопоринос]εκ. осенний.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φθινοπωρινός
-
7 φθινοπωρινός
[фтинопоринос] επ осенний. -
8 5352
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5352
См. также в других словарях:
φθινοπωρινός — φθινοπωρινός, ή, ό και χινοπωρινός, ή, ό 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται το φθινόπωρο, αυτός που είναι του φθινοπώρου: Φθινοπωρινή βροχή. 2. αυτός που χρησιμοποείται το φθινόπωρο: Φθινοπωρινό ντύσιμο. 3. αυτός που προκαλείται από το φθινόπωρο:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθινοπωρινός — autumnal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινός — ή, ό / φθινοπωρινός, ή, όν, ΝΑ [φθινόπωρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο 2. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά την παραπάνω εποχή (α. «φθινοπωρινά φρούτα» β. «ἰσημερία ἡ φθινοπωρινή», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που χρησιμοποιείται … Dictionary of Greek
φθινοπωρινά — φθινοπωρινός autumnal neut nom/voc/acc pl φθινοπωρινά̱ , φθινοπωρινός autumnal fem nom/voc/acc dual φθινοπωρινά̱ , φθινοπωρινός autumnal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινῶν — φθινοπωρινός autumnal fem gen pl φθινοπωρινός autumnal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινόν — φθινοπωρινός autumnal masc acc sg φθινοπωρινός autumnal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωριναῖς — φθινοπωρινός autumnal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωριναί — φθινοπωρινός autumnal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινοῖς — φθινοπωρινός autumnal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινοί — φθινοπωρινός autumnal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρινοῦ — φθινοπωρινός autumnal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)